Μία
μπλούζα αιματοβαμμένη και σκισμένη βρίσκεται ανάμεσα στα εκθέματα των
θυμάτων του Πολυτεχνείου, είναι εκείνη που φορούσε ο 17χρονος μαθητής
Διομήδης Κομνηνός, ο οποίος έπεσε νεκρός τη νύχτα της 16ης Νοεμβρίου
1973.
Ηταν ένα από τα 24 θύματα που οι άνθρωποι της χούντας δολοφόνησαν, ένα από τα πρώτα θύματα της Εξέγερσης του Πολυτεχνείου.
Το βράδυ
εκείνης της Παρασκευής εκατοντάδες διαδηλωτές, πολίτες, φοιτητές,
μαθητές βρίσκονταν εντός και εκτός του προαυλίου του
Πολυτεχνείου στην οδό Πατησίων.
Ανάμεσα τους
και ο Κύπριος Διομήδης Κομνηνός, μαθητής λυκείου μέσα στο Πολυτεχνείο, ο
οποίος βγήκε από το προαύλιο του ιδρύματος και μαζί με άλλους
συνομηλίκους του βρέθηκαν στη στη γωνία 3ης Σεπτεμβρίου, Μάρνη και
Αβέρωφ. Η ώρα ήταν μεταξύ 21:30 και 21:45 και όλοι τους έκαναν τους
τραυματιοφορείς, βοηθούσαν τους τραυματίες και προσπαθούσαν να τους
προσφέρουν τις πρώτες βοήθειες, ώσπου μία σφαίρα καρφώθηκε στην καρδιά
του άτυχου Διομήδη Κομνηνού. Ο δολοφόνος του βρισκόταν μόλις 10 μέτρα
μακριά. Ηταν ένας από τους άνδρες της φρουράς του υπουργείου Δημοσίας
Τάξεως.
Αμέσως οι
υπόλοιποι διαδηλωτές που ήταν μαζί του τον μετέφεραν στο Σταθμό Πρώτων
Βοηθειών του ΕΕΣ, ωστόσο ήταν αργά. Ο 17χρονος μαθητής Διομήδης Κομνηνός
ήταν νεκρός, οι χουντικοί τον είχαν δολοφονήσει εν ψυχρώ γιατί έκανε το
λάθος να βοηθήσει τραυματισμένους πολίτες.
Το άψυχο κορμί του μεταφέρθηκε στο Ρυθμιστικό Κέντρο Αθηνών, το μετέπειτα Γενικό Κρατικό.
Τραγική
ειρωνεία ήταν πως λίγο καιρό πριν του αφαιρέσουν τόσο βίαια, τόσο άδικα
και αδίστακτα τη ζωή, ο 17χρονος Διομήδης Κομνηνός είχε περάσει τις
εισαγωγικές εξετάσεις του Πολυτεχνείου και μάλιστα με πολύ υψηλή
βαθμολογία.
Η σκισμένη
μπλούζα του βρίσκεται σε έκθεμα θυμάτων του Πολυτεχνείου και
χρησιμοποιήθηκε από τη χήρα του Σαλβαδόρ Αλιέντε, Χορτένσια, για να
σκουπίσει τα δάκρυά της.
Η κηδεία του
νεαρού έγινε σε μία έρημη γωνιά του νεκροταφείου της Αθήνας, παρουσία
λίγων συγγενών. Ωστόσο μετά την πτώση της δικτατορίας, στο μνημόσυνο που
έγινε για τον άτυχο μαθητή πλήθος κόσμου βρέθηκε εκεί για να τον
τιμήσει ως ήρωα.
Το άρθρο του ανταποκριτή της δανέζικης και βελγικής τηλεόρασης
Το 9ο δημοτικό
σχολείο Πετρούπολης έχει ονομαστεί σε «Διομήδης Κομνηνός» και στην
ιστοσελίδα του φιλοξενεί ένα άρθρο του δημοσιογράφου Albert Coenrant,
ανταποκριτή της δανέζικης και βελγικής τηλεόρασης στην Ελλάδα. Το άρθρο
έχει τίτλο «Το αγόρι που νίκησε τα τανκ», «The boy who braved the
tanks».
Αυτή η ιστορία
είναι εμπνευσμένη από τον ηρωικό θάνατο του Διομήδη Κομνηνού ενός άξιου
τέκνου της Ελλάδας. Το Νοέμβριο του1973 μπήκε στο Πολυτεχνείο για να
αγωνιστεί την απελευθέρωση της χώρας. Δε θα επέστρεφε σπίτι του πότε.
Κατά
τη διάρκεια των θλιβερών εβδομάδων μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου
ένας επισκέπτης εμφανίστηκε στο γραφείο μου «Απλά λέγε με Γιάννη» είπε.
«Άκουσα ότι έχετε αποσιωπήσει την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Σε παρακαλώ
πες μου ό,τι έχεις δει». Καθώς ήταν ένας φιλικός έξυπνος άνθρωπος
δέχτηκα να μιλήσω. Του διηγήθηκα κάποιες σκηνές απίστευτου θάρρους στις
οποίες είχα γίνει μάρτυρας-σήμερα πασίγνωστες χάρη σε αναρίθμητα άρθρα
εφημερίδων και ντοκιμαντέρ που προβάλλονται ανελλιπώς από την τηλεόραση.
Ήμουν επίσης σε θέση να περιγράψω περιστατικά άγνωστα στην κοινή γνώμη.
Εντυπωσιάστηκε
από την περιγραφή μου σχετικά με το ξενοδοχείο Ακρόπολη απέναντι από το
Πολυτεχνείο εκείνη τη διάσημη μέρα. Άκουσε επίσης, πως έπρεπε να
προφυλαχτώ από τις σφαίρες ελεύθερων σκοπευτών σε ένα κτίριο που ήταν
γεμάτο όχι μόνο από φοιτητές αλλά επίσης και από μαθητές. Εντυπωσιάστηκε
όταν άκουσε πως ο ίδιος ο διευθυντής του ξενοδοχείου πρόσφερε τα πιάτα
με τα σάντουιτς και έλεγε «Δεν είναι καλό να μάχεσαι για τη χώρα σου με
άδειο στομάχι». Άκουσε επίσης πως παρά τη βροχή από σφαίρες ένας
φοιτητής διαδήλωνε απ’ έξω και χτυπήθηκε λίγα μέτρα μακρύτερα από την
πόρτα του ξενοδοχείου.
Εξήγησα
πώς δύο μαθήτριες δε δίστασαν να τρέξουν έξω, όπως οι νοσοκόμες στο
πεδίο της μάχης, σαν την Φλόρενς Νάιτινγκεϊλ, για να βοηθήσουν το αγόρι
και να το μεταφέρουν στο ξενοδοχείο, όταν ένας αστυνομικός το άρπαξε από
τα χέρια τους. Άκουσε προσεκτικά την ιστορία μιας Νορβηγίδας, μιας
ανυποψίαστης τουρίστριας, που χτυπήθηκε από αδέσποτη σφαίρα στο λαιμό
και πέθανε ξαπλωμένη μέσα στο ξενοδοχείο. Η κοπέλα πήγαινε να κάνει ένα
τηλεφώνημα στους γονείς της από το κτίριο του Ο.Τ.Ε. λίγα μέτρα
μακρύτερα στην οδό Πατησίων, για να τους πει για τις θαυμάσιες εμπειρίες
που είχε από την Ελλάδα. Δεν θα ξεχάσω την έκφρασή του όταν περιέγραψα
το πώς οι φοιτητές καλούσαν απελπισμένα από τα μεγάφωνα για ιατρική
βοήθεια και ασθενοφόρα.
Τα
ασθενοφόρα πράγματι έφθασαν με τις σειρήνες να ουρλιάζουν-όχι γεμάτα
από γιατρούς ή νοσοκόμες, αλλά αιμοδιψείς αστυνομικούς μερικούς
μεταμφιεσμένους σε γιατρούς. Και μετά η πιο φρικτή σουρεαλιστική σκηνή
από όλες που δε θα σβήσει ποτέ από το μυαλό μου. Τα τανκ – περισσότερα
από είκοσι πέντε – έφθασαν σα να έπρεπε να κατακτήσουν ένα οχυρωμένο
κάστρο και όχι ένα πανεπιστημιακό ίδρυμα γεμάτο από παιδιά που φώναζαν
για λευτεριά. Ήρθαν κυλώντας αργά, σχεδόν τα μεσάνυχτα. Ένα τεράστιο
γκρίζο τέρας στάθηκε ακριβώς μπροστά στην πόρτα του Πολυτεχνείου. Από το
άνοιγμα εμφανίστηκε ένας αξιωματικός με ένα όπλο στα χέρια. Οι φοιτητές
ικέτευσαν το στρατό να μη χρησιμοποιήσει βία και να μην τους χτυπήσει. Ο
αξιωματικός φώναξε από το τανκ ότι οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις δεν
διαπραγματεύονται με αναρχικούς. Στο ξενοδοχείο Ακρόπολη τα παιδιά
έκλαιγαν και πολλοί γονάτιζαν και προσεύχονταν στο Θεό να σταματήσει
αυτή την τρέλα.
Ένα
από τα πιο απίστευτα και ντροπιαστικά πράγματα ήταν, ότι την ίδια
στιγμή που τα παιδιά της Ελλάδας ήταν έτοιμα να θυσιαστούν για την
ελευθερία, στο ίδιο ξενοδοχείο σε μικρή απόσταση από την επερχόμενη
καταστροφή υπήρχε ένα δωμάτιο γεμάτο από καμιά διακοσαριά άτομα, κυρίως
γυναίκες αλλά και κάποιους άντρες που έπαιζαν χαρτιά τελείως αδιάφοροι
για την αγωνιζόμενη και δοκιμαζόμενη νεολαία της χώρας.
Ο
επισκέπτης μου είπε ότι ο γιος του ήταν ένας από τους νεαρούς του
Πολυτεχνείου εκείνη την ημέρα, αλλά ήταν πολύ μετριόφρων για να μιλήσει
γι’ αυτό. Ο άντρας μου ζήτησε την άδεια για να ξανάρθει. Κατά τη
διάρκεια της επόμενης επίσκεψης είπε ότι αισθανόταν βαθιά συγκινημένος
από τον ηρωισμό που επέδειξε η ελληνική νεολαία εκείνη την εποχή.
Θεωρούσε
ότι τα περισσότερα παιδιά είναι κακομαθημένα σήμερα ακόμη και στις πιο
φτωχές οικογένειες. Μου είπε υπέροχα ανέκδοτα και αστεία για να το
αποδείξει. «Ήξερες, μου είπε, ότι ο Χριστός ήταν Έλληνας;». «Αλήθεια;»
ρώτησα χωρίς να είναι απόλυτα σίγουρος ότι ήταν σοβαρός. «Ναι» μου
απάντησε με ένα φαρδύ χαμόγελο στο πρόσωπο. «Αυτός πίστευε ότι η μητέρα
του ήταν παρθένα και τον θεωρούσε Θεό. Κι όχι μόνο αυτά, ξεκίνησε να
δουλεύει όταν ήταν τριάντα χρόνων». Και ανέφερε άλλη μια ιστορία σχετικά
με τις -μερικές φορές -ανόητες φιλοδοξίες που έχουν οι Έλληνες γονείς
για τα παιδιά τους.
Είχε
κάποτε μια γειτόνισσα μητέρα δίδυμων αγοριών περίπου δύο ετών. Μια μέρα
τη συνάντησε στο δρόμο και τη ρώτησε τι κάνει ένα από τα παιδιά της.»
Ποιον εννοείς, το γιατρό ή το δικηγόρο;» ρώτησε η γυναίκα. Μια μέρα ο
επισκέπτης μου άρχισε να μιλά για το δεκαεξάχρονο γιο του. Τον
περιέγραφε σαν ένα σοβαρό παιδί ανυπομονούσε να ‘ρθει η μέρα που θα
πήγαινε στο Πανεπιστήμιο, το περίφημο Πολυτεχνείο για να γίνει μηχανικός
ή αρχιτέκτονας. «Ο Θεός με ευλόγησε δίνοντάς μου αυτό το παιδί»,
πρόσθεσε «είναι τόσο έξυπνο και επιμελές. Αλλά μη νομίζεις ότι είναι και
καλόγερος» πρόσθεσε χαμογελώντας. «Αγαπάει τα κορίτσια και αυτές τον
αγαπούν». Μου έδειξε τη φωτογραφία ενός όμορφου αγοριού. Από μέσα μου
χαμογέλασα ακούγοντας τους επαίνους και σκέφτηκα ότι είναι ειρωνικό να
ακούω άλλον έναν περήφανο Έλληνα γονιό.
Ο
επισκέπτης μου συνέχιζε να έρχεται. Πάντα κουβαλούσε πακέτα, μια φορά
παιχνίδια για τα φτωχά παιδάκια του φτωχοκομείου και μια άλλη φορά
βιβλία με δερμάτινο εξώφυλλο για το γιο του. Συνήθιζε να μιλά για
διάφορα θέματα, φαινόταν μορφωμένος αλλά η συζήτηση κατέληγε πάντα στο
ίδιο σημείο -με επαίνους για τον πολυαγαπημένο του γιο. Μια μέρα η
διάθεσή του φαινόταν διαφορετική και κοίταζε επίμονα έξω από το
παράθυρο. Τότε έμενα δίπλα σε ένα νεκροταφείο. Ξαφνικά βγήκε από τη
μελαγχολία του και αναφώνησε: Είμαι ευτυχισμένος που ο γιος μου έχει
ολόκληρη τη ζωή μπροστά του, είναι τόσο νέος».
Αρκετές
φορές τον ρώτησα γιατί δεν έφερνε το παιδί – θαύμα να το γνωρίσω.
«Είναι πολύ απασχολημένος με το διάβασμα και το φλερτ με τα κορίτσια»
ήταν η συνηθισμένη του απάντηση. Μετά από αρκετά συχνές επισκέψεις ο
επισκέπτης μου χάθηκε για ένα δύο χρόνια. Άρχισε να μου λείπει. Αλλά
ξαφνικά εμφανίστηκε πάλι. Αυτή τη φορά έλαμπε! Ο γιος του είχε περάσει
τις εξετάσεις για το Πολυτεχνείο- με πολύ υψηλή βαθμολογία. Πάλι
κουβάλαγε πακέτα και πακέτα και ένα αεροπορικό εισιτήριο στο όνομα του
γιου του. Ο νεαρός θα έμενε με συγγενείς στην Αμερική το καλοκαίρι.
Έγινε
κι ένα μεγάλο πάρτι με τουλάχιστον πενήντα αγόρια και κορίτσια-ο νεαρός
ήταν πολύ δημοφιλής. Όταν έφυγε ο επισκέπτης μου πήγα σε ένα
βιβλιοπωλείο για να βρω τον αριθμό του τηλεφώνου του. Σκέφτηκα ότι θα
έπρεπε τουλάχιστον να αγοράσω ένα δώρο για το γιο του που τον ένιωθα σαν
ένα φίλο που δε γνώρισα ποτέ.
Όταν
χτύπησα το κουδούνι του σπιτιού του Γιάννη μου άνοιξε μια κυρία και τη
ρώτησα αν ήταν η μητέρα του αγοριού. «Θέλω να σας συγχαρώ για τον
εξαιρετικό γιο σας. Άκουσα ότι πέρασε από τους πρώτους στις εξετάσεις. Ο
σύζυγός σας μου είπε ότι θα γίνει μηχανικός. Μπορώ να περάσω για να του
δώσω ένα μικρό δώρο;». «Ο γιος μου, απάντησε με θλίψη στη φωνή, δε θα
γίνει ποτέ μηχανικός και δε θα μπει ποτέ στο Πανεπιστήμιο, πέθανε πριν
από τρία χρόνια». Μετά η φωνή της πνίγηκε σε ένα λυγμό, «Σκοτώθηκε από
σφαίρα αστυνομικού στην πύλη του Πολυτεχνείου στις 17 Νοεμβρίου 1973».
«Αν είσαστε άντρες, ελάτε να μας χτυπήσετε από κοντά»
Και η
συγγραφέας Έφη Πανσελήνου στο μυθιστόρημα της «Καταχτημένη χώρα» από τις
εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή γράφει για τον 17χρονο ήρωα.
«…O
Διομήδης Κομνηνός, βγήκε ξαφνικά στη μέση του δρόμου, σήκωσε τα χέρια,
βλέποντας προς τη μεριά των αστυνομικών, που βρίσκονταν σε απόσταση
σαράντα περίπου μέτρων και είπε: » Αν είσαστε άντρες, ελάτε να μας
χτυπήσετε από κοντά» . Κι αμέσως ακούστηκε καταιγισμός πυροβολισμών. Κι ο
Διομήδης έπεσε κάτω».
Το ακροατήριο , βουβό, κρατάει την ανάσα και δύσκολα τη συγκίνησή του, όταν ο μάρτυρας , συνεχίζει:
»
Μαζί μ’ έναν άλλον, βγήκαμε έρποντας από την πολυκατοικία που είχαμε
καταφύγει. Κινηθήκαμε προς το σημείο που είχε πέσει ο Κομνηνός. Οι
πυροβολισμοί δεν σταματούσαν. Κατορθώσαμε και τον στήσαμε στον τοίχο
όρθιο. Το κορμί του έγειρε λίγο δεξιά. Δεν μιλούσε. Στα μάτια του είχανε
μπει μικρά θραύσματα από τα τζάμια ενός αυτοκινήτου. Είχα λίγο βαμβάκι
στην τσέπη μου. Ήρθε μια γυναίκα με νερό. Κι εγώ με βαμβάκι προσπάθησα
να του αφαιρέσω τα τζαμάκια από τα μάτια. Τότε έκανε μια κίνηση με το
χέρι του, προσπαθώντας να σηκώσει το πουλόβερ που φορούσε.
Σήκωσα το πουλόβερ και είδα το αίμα να τρέχει από τη δεξιά στην αριστερή κοιλιακή χώρα. Κατάλαβα ότι είχε χτυπηθεί άσκημα.
Τότε
άκουσα τη σειρήνα ενός ασθενοφόρου. Σκυφτός και με ζιγκ-ζαγκ για ν’
αποφύγω τις σφαίρες, κινήθηκα προς τα εκεί , να φέρω το φορείο.
Τρέχοντας όμως γλίστρησα, έπεσα και χτύπησα στα χέρια και στα πόδια. Δεν
μπορούσα να κινηθώ, έτρεξαν φοιτητές να με βάλουν στο ασθενοφόρο . Τους
είπε: δεν χρειάζομαι εγώ, αλλά ο Κομνηνός…»
Η
φωνή σπάει. Και ο Άλκης που παρακολουθεί με τη ψυχή στα δόντια, όπως
όλο το ακροατήριο θυμάται μιαν άλλη ραγισμένη φωνή. Του πατέρα Κομνηνού.
Στο μνημόσυνο του παιδιού του, πριν ένα χρόνο…
«Με
οδηγούν στον ψυκτικό θάλαμο. Σέρνουν ένα συρτάρι. Ο Διομήδης μου
νεκρός. Ο μονάκριβός μου γιος. Προσπαθώ να κρατηθώ. Τι όμορφος…Ω γλυκύ
μου , έαρ…έχει μια τρύπα στην καρδιά. Προσπαθώ να κρατηθώ. Του μιλώ: »
Διομήδη, βοήθησέ με να φανώ άξιός σου!». Του φιλώ τα μαλλιά. Τι όμορφος!
Ίδιο καθαρόαιμο άτι. Τα μάτια του μισάνοιχτα. Γεμάτα απορία. Προσπαθώ,
προσπαθώ να κρατήσω ζωντανή τη μορφή του».
Η φωνή του τρέμει:
» Έπειτα φέρνω βόλτα το συρτάρι. Σκύβω απάνω του. Φιλώ το τραύμα του στην καρδιά. Τον προσκυνώ…»
Η φωνή σπάει.
» Είτανε δέκα εφτά χρονώ»».