Κυριακή 27 Απριλίου 2014

«Στου μύθου τα φτερά». Tο μεγαλειώδες έπος της Ιλιάδας σε Διασχολικό Πολιτιστικό Πρόγραμμα από (1ο Γυμνάσιο Γέρακα, Καλλιτεχνικό Γυμνάσιο-Λύκειο Γέρακα και Ειδικό Γενικό Λύκειο Ιλίου)

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ


Διασχολικό Πολιτιστικό Πρόγραμμα «Στου μύθου τα φτερά»

(1ο Γυμνάσιο Γέρακα, Καλλιτεχνικό Γυμνάσιο-Λύκειο Γέρακα και Ειδικό Γενικό Λύκειο Ιλίου
--------------

Στα πλαίσια  του  κοινού σχολικού πολιτιστικού προγράμματος με θέμα μύθους, παραμύθια και μουσική, με τίτλο «Στου μύθου τα φτερά», τα 3 συνεργαζόμενα σχολεία,
  1ο Γυμνάσιο Γέρακα , 
Καλλιτεχνικό Γυμνάσιο - Λύκειο Γέρακα και Ειδικό Γενικό Λύκειο Ιλίου, 
πραγματοποίησαν εκπαιδευτική εκδρομή στην Τουρκία, από τις 9 έως τις 13 Απριλίου 2014. 

Στόχος, η αφήγηση σκηνών από το μεγαλειώδες έπος της Ιλιάδας, στον τόπο διεξαγωγής  του Τρωικού πολέμου, στο Αρχαίο Θέατρο του Ιλίου. Ένα ονειρικό, ιστορικό αλλά και πολιτισμικό οδοιπορικό, που περιέλαβε, εκτός από τον αρχαιολογικό χώρο της αρχαίας Τροίας, το Τσανάκαλε, μια τυπική επαρχιακή μεγαλούπολη στη νότια ακτή των Δαρδανελίων, που ενώνουν τη Θάλασσα του Μαρμαρά (Προποντίδα ) με το Αιγαίο,  και τέλος, τη βασιλίδα των πόλεων, την Κωνσταντινούπολη. 



Μια συγκλονιστική εμπειρία, που πολλοί θα ζήλευαν. Όχι μόνο για τη μοναδική αίσθηση του να αφηγείσαι σαν ένας άλλος αρχαίος ραψωδός εικόνες από μάχες, από τη ζωή στα αντίπαλα στρατόπεδα, από μυθικούς ήρωες και θεϊκές μηχανορραφίες, αναβιώνοντας με μαγικό τρόπο τον Τρωικό Πόλεμο του Ομηρικού έπους, στην πόλη του Πριάμου, μια θαυμάσια βιωματική δράση που θα μείνει αξέχαστη σε μαθητές και εκπαιδευτικούς, αλλά και για έναν ακόμη λόγο: αυτό το ταξίδι χάρισε στους συμμετέχοντες την εμπειρία μιας  ευτυχισμένης συνεργασίας, συνύπαρξης και συνδημιουργίας  σε όλα τα επίπεδα, ένα πραγματικό μάθημα ζωής για μικρούς και μεγάλους.  

  Στην Κωνσταντινούπολη, «ταξιδέψαμε»  πίσω στον χρόνο επισκεπτόμενοι τον διαχρονικό θρύλο της Ορθοδοξίας, την «Αγία του Θεού Σοφία» και τη Μεγάλη του Γένους Σχολή όπου προσκληθήκαμε σε σημαντική εκδήλωση.  Περιηγηθήκαμε και σε άλλα σημαντικά αξιοθέατα (Υδραγωγείο Ιουστινιανού, Τοπ Καπί, Μπλέ Τζαμί κ.ά.). 

Την Κυριακή των Βαΐων, παρακολουθήσαμε τη Θ. Λειτουργία στο Πατριαρχείο, όπου συνομιλήσαμε και με τον Παναγιώτατο  Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο.  Στην επιτυχία της εκπαιδευτικής εκδρομής  συνέβαλαν όλοι, τόσο οι μαθητές και των τριών σχολείων όσο και οι εκπαιδευτικοί που είχαν και τη συνολική ευθύνη της διοργάνωσης.  Από τους Διευθυντές των τριών Σχολείων, συμμετείχε ο κ Π. Δημαράς από το 1ο Γυμνάσιο Γέρακα.
  Θερμές ευχαριστίες στον μεγάλο χορηγό μας, τον  Εφοπλιστή κ. Αθανάσιο Μαρτίνο που συνέβαλε άμεσα με εξαιρετική ευαισθησία και γενναιοδωρία στην πραγματοποίηση της εκπαιδευτικής εκδρομής. Ευχαριστούμε θερμά, επίσης, την εταιρία ΒΙΑΝΕΞ Α.Ε. για την συμβολή της.
Υπεύθυνες του προγράμματος των 3 συνεργαζόμενων σχολείων :
·       1ο Γυμνάσιο Γέρακα
Κα Γερμανού Βάσια, Καθηγήτρια Γαλλικών
·       Καλλιτεχνικό Γυμνάσιο-Λύκειο Γέρακα,
 Κα Κρεμμύδη Φιλιππίνα, Καθηγήτρια Φιλόλογος - Μουσικός
·       Ειδικό Γενικό Λύκειο Ιλίου, 
Κα Αναγνωστοπούλου Κρίνα, Καθηγήτρια Φιλόλογος.
Διαβάστε περισσότερα »

Κυριακή 20 Απριλίου 2014

21η Απριλίου 1967. 47 χρόνια πριν. Μήπως στην πραγματικότητα δεν υπήρξε σοβαρή αντίσταση κατά της χούντας ;

Του  Έλληνος ο τράχηλος ζυγὸν δὲν υποφέρει. Απ’ την πρώτη στιγμὴ ο λαός μας αντιστάθηκε ενεργὰ στη δικτατορία και με πολλὲς θυσίες κατάφερε να την ανατρέψει. Κορυφαία στιγμὴ του αντιδικτατορικού έπους υπήρξε το Πολυτεχνείο.

21η Απριλίου 1967. 47 χρόνια πριν. Μήπως στην πραγματικότητα δεν υπήρξε σοβαρή αντίσταση κατά της χούντας ;

Βασίλης Ραφαηλίδης

Στην πραγματικότητα δεν υπήρξε σοβαρή αντίσταση κατά της χούντας.


Το μεγάλο πλήθος παρέχει ασφάλεια. Όσους κι αν συλλάβουν, όσους κι αν σκοτώσουν, ξέρεις πως οι πιθανότητες να σου συμβεί κακό είναι περίπου ίσες με τις πιθανότητες να κερδίσεις τον πρώτο λαχνό του λαχείου. Ρισκάρεις λοιπόν, σχεδόν εκ του ασφαλούς κι έτσι ανέξοδα αποχτάς το δικαίωμα να παριστάνεις τον αντιστασιακό. Πού ήταν όλοι αυτοί οι καλοί άνθρωποι όταν τους είχαμε ανάγκη;
 Ο λαός της Αθήνας έβλεπε την χούντα να καταρρέει από τα ίδια της τα ανομήματα και μπήκε στον εύκολο αγώνα, έτσι για την τιμή των όπλων, που λέμε, και ίσα-ίσα για να λέμε πως την χούντα την έριξε ο λαός, τη στιγμή που και οι κότες ξέρουν εκείνο που καμώνονται πως δεν ξέρουν τα μουλάρια, ότι δηλαδή η χούντα έπεσε γιατί σάπισε.

 Περικλῆς Κοροβέσης

“Στη Χούντα ήμαστε λίγοι” 

Cosmo: Σήμερα το πολιτικό, το πανεπιστημιακό κ.α. κατεστημένα καταδικάζουν τη Χούντα. Σήμερα όλοι οι πολίτες καταδικάζουμε. Τότε ήταν καθαρή η θέση του ίδιου κατεστημένου, ήταν καθαρή η καταδίκη της Χούντας;

Π.Κ.: Όχι. Η καταδίκη σε αυτό το μαζικό επίπεδο που βλέπουμε σήμερα, είναι προϊόν της Μεταπολίτευσης. Στη Χούντα ήμαστε λίγοι, πάρα πολύ λίγοι, εξ’ ου και κράτησε εφτά χρόνια.

Αν αυτός ο κόσμος ο αντιχουντικός που εμφανίστηκε μετά το 74 είχε εμφανιστεί το 67 η Χούντα θα κράταγε λίγους μήνες. Άρα αυτός ο όψιμος αντιχουντισμός είναι και η ενοχή του λαού που δεν αντιστάθηκε όσο έπρεπε.

Νίκος Δήμου
 
Το τέλος της δικτατορίας

Η Χούντα μας δίδαξε ότι η δημοκρατία θέλει μαχητική και διαρκή επαγρύπνηση. Αυτό οι περισσότεροι το συνειδητοποίησαν ΜΕΤΑ την Μεταπολίτευση. Τότε ήταν που η Ελλάδα (στην μόνιμη υπερβολή της) απέκτησε εννέα εκατομμύρια αντιστασιακούς. Τα πλήθη που χειροκροτούσαν τους δικτάτορες, για να απαλύνουν τις ενοχές τους, μυθοποίησαν την Αντίσταση και το Πολυτεχνείο.

Η πικρή αλήθεια είναι ότι τα πέντε πρώτα χρόνια της δικτατορίας οι πραγματικοί αντιστασιακοί αριθμούσαν μερικές εκατοντάδες – κι ότι δεν υπήρξε αυθόρμητη μαζική αντίδραση.

Υποσημείωση μοναξιάς 

«Ιδιαίτερα με πόνεσε η μοναξιά των εξεγερμένων. Η σιωπηλή πλειοψηφία παρέμεινε σιωπηλή. Δεν κατέβηκε στους δρόμους. Κάναμε αντίσταση ακούγοντας ραδιόφωνο. Θυμάμαι τους γνωστούς μου που τα έβαζαν με τους “αναρχικούς” επειδή θα σταματούσαν την “πορεία προς τον εκδημοκρατισμό” και το ΚΚΕ που καταδίκαζε την εξέγερση».
Αυτή τη μοναξιά σκέπτομαι κάθε φορά που βλέπω τις τεράστιες πορείες.
 
Πρώτος απολογισμός

Στις 22 Απριλίου του 1967, όταν αποσύρθηκαν τα τανκς μας είπαν να πάμε στις δουλειές μας. (Κι εμείς πήγαμε. Ακόμα και οι οικοδόμοι, πρωτοπόροι στις λαϊκές κινητοποιήσεις, ήταν πρωί πρωί στα γιαπιά).
Το Νοέμβρη του 1973 μία ομάδα παιδιών κλείστηκε στο Πολυτεχνείο. Μάταια ο παράνομος ραδιοφωνικός σταθμός του καλούσε το λαό της Αθήνας να κατέβει στους δρόμους. Ελάχιστοι πήγαν, ούτε το 0,5%. Οι περισσότεροι προσπερνούσαν, αδιάφοροι ή φοβισμένοι. Ελπίζοντας βέβαια μέσα τους, αλλά χωρίς να το δείχνουν.
 
Συνέντευξη στην Άννα Σταυράκη

Περάσαμε αρκετές δικτατορίες στον 20ο αιώνα,τις περισσότερες χωρίς σημαντική αντίσταση, και δεν πρέπει να το ξεχνάμε. Βεβαίως και αυτό το θέμα έγινε μύθος, γιατί όταν έπεσε η δικτατορία των συνταγματαρχών, θεωρήθηκε ότι α) την έριξε το Πολυτεχνείο, (που είναι ψέματα, το Πολυτεχνείο τη χειροτέρεψε, ήρθε ο Ιωαννίδης), και β) ότι όλοι οι έλληνες έκαναν αντίσταση. Στην πραγματικότητα οι έλληνες που έκαναν αντίσταση, τα πέντε ή έξι πρώτα χρόνια, όταν υπήρχε ο στρατιωτικός νόμος, ήταν ελάχιστοι.

Έχω πει, ότι η χειρότερη μέρα της νεοελληνικής ιστορίας εκείνης της εποχής, δεν ήταν η 21η Απριλίου, αλλά η 22α. 
Τη πρώτη μέρα θα ήταν φυσικό να αιφνιδιαστεί ο κόσμος, να κλειστεί στα σπίτια του, αφού υπήρχαν άρματα στο δρόμο, αλλά την επομένη θα περίμενα να κατέβουν όλοι στο Σύνταγμα, να διαμαρτυρηθούν γιατί χάθηκαν οι ελευθερίες τους.
Διαβάστε περισσότερα »

Παρασκευή 18 Απριλίου 2014

Αν ο Θεός μου δώριζε ένα κομμάτι ζωή...Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες

Αν ο Θεός μου δώριζε ένα κομμάτι ζωή...» -Το συγκλονιστικό αποχαιρετιστήριο κείμενο του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες

. «Αν ο Θεός ξεχνούσε για μια στιγμή ότι είμαι μια μαριονέτα φτιαγμένη από κουρέλια και μου χάριζε ένα κομμάτι ζωή, ίσως δεν θα έλεγα όλα αυτά που σκέφτομαι, αλλά σίγουρα θα σκεφτόμουν όλα αυτά που λέω εδώ. Θα έδινα αξία στα πράγματα, όχι γι' αυτό που αξίζουν, αλλά γι' αυτό που σημαίνουν. Θα κοιμόμουν λίγο, θα ονειρευόμουν πιο πολύ, γιατί για κάθε λεπτό που κλείνουμε τα μάτια, χάνουμε εξήντα δευτερόλεπτα φως. Θα συνέχιζα όταν οι άλλοι σταματούσαν, θα ξυπνούσα όταν οι άλλοι κοιμόνταν. Θα άκουγα όταν οι άλλοι μιλούσαν και πόσο θα απολάμβανα ένα ωραίο παγωτό σοκολάτα!


Αν ο Θεός μου δώριζε ένα κομμάτι ζωή, θα ντυνόμουν λιτά, θα ξάπλωνα μπρούμυτα στον ήλιο, αφήνοντας ακάλυπτο όχι μόνο το σώμα αλλά και την ψυχή μου. Θεέ μου, αν μπορούσα, θα έγραφα το μίσος μου πάνω στον πάγο και θα περίμενα να βγει ο ήλιος. Θα ζωγράφιζα μ' ένα όνειρο του Βαν Γκογκ πάνω στα άστρα ένα ποίημα του Μπενεντέτι κι ένα τραγούδι του Σερράτ θα ήταν η σερενάτα που θα χάριζα στη σελήνη. Θα πότιζα με τα δάκρια μου τα τριαντάφυλλα, για να νοιώσω τον πόνο από τ' αγκάθια τους και το κοκκινωπό φιλί των πετάλων τους...


Θεέ μου, αν είχα ένα κομμάτι ζωή... Δεν θα άφηνα να περάσει ούτε μία μέρα χωρίς να πω στους ανθρώπους ότι αγαπώ, ότι τους αγαπώ. Θα έκανα κάθε άνδρα και γυναίκα να πιστέψουν ότι είναι οι αγαπητοί μου και θα ζούσα ερωτευμένος με τον έρωτα.


Στους ανθρώπους θα έδειχνα πόσο λάθος κάνουν να νομίζουν ότι παύουν να ερωτεύονται όταν γερνούν, χωρίς να καταλαβαίνουν ότι γερνούν όταν παύουν να ερωτεύονται! Στο μικρό παιδί θα έδινα φτερά, αλλά θα το άφηνα να μάθει μόνο του να πετάει. Στους γέρους θα έδειχνα ότι το θάνατο δεν τον φέρνουν τα γηρατειά αλλά η λήθη. Έμαθα τόσα πράγματα από σας, τους ανθρώπους... Έμαθα πως όλοι θέλουν να ζήσουν στην κορυφή του βουνού, χωρίς να γνωρίζουν ότι η αληθινή ευτυχία βρίσκεται στον τρόπο που κατεβαίνεις την απόκρημνη πλαγιά. Έμαθα πως όταν το νεογέννητο σφίγγει στη μικρή παλάμη του, για πρώτη φορά, το δάχτυλο του πατέρα του, το αιχμαλωτίζει για πάντα. Έμαθα πως ο άνθρωπος δικαιούται να κοιτά τον άλλον από ψηλά μόνο όταν πρέπει να τον βοηθήσει να σηκωθεί. Είναι τόσα πολλά τα πράγματα που μπόρεσα να μάθω από σας, αλλά δεν θα χρησιμεύσουν αλήθεια πολύ, γιατί όταν θα με κρατούν κλεισμένο μέσα σ' αυτή τη βαλίτσα, δυστυχώς θα πεθαίνω.


Να λες πάντα αυτό που νιώθεις και να κάνεις πάντα αυτό που σκέφτεσαι. Αν ήξερα ότι σήμερα θα ήταν η τελευταία φορά που θα σ' έβλεπα να κοιμάσαι, θα σ' αγκάλιαζα σφιχτά και θα προσευχόμουν στον Κύριο για να μπορέσω να γίνω ο φύλακας της ψυχής σου. Αν ήξερα ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα σ' έβλεπα να βγαίνεις απ' την πόρτα, θα σ' αγκάλιαζα και θα σού 'δινα ένα φιλί και θα σε φώναζα ξανά για να σου δώσω κι άλλα. Αν ήξερα ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα άκουγα τη φωνή σου, θα ηχογραφούσα κάθε σου λέξη για να μπορώ να τις ακούω ξανά και ξανά. Αν ήξερα ότι αυτές θα ήταν οι τελευταίες στιγμές που σ' έβλεπα, θα έλεγα "σ' αγαπώ" και δεν θα υπέθετα, ανόητα, ότι το ξέρεις ήδη. Υπάρχει πάντα ένα αύριο και η ζωή μας δίνει κι άλλες ευκαιρίες για να κάνουμε τα πράγματα όπως πρέπει, αλλά σε περίπτωση που κάνω λάθος και μας μένει μόνο το σήμερα, θα ΄θελα να σου πω πόσο σ' αγαπώ κι ότι ποτέ δεν θα σε ξεχάσω.


Το αύριο δεν το έχει εξασφαλίσει κανείς, είτε νέος είτε γέρος. Σήμερα μπορεί να είναι η τελευταία φορά που βλέπεις τους ανθρώπους που αγαπάς. Γι' αυτό μην περιμένεις άλλο, κάν' το σήμερα, γιατί αν το αύριο δεν έρθει ποτέ, θα μετανιώσεις σίγουρα για τη μέρα που δεν βρήκες χρόνο για ένα χαμόγελο, μια αγκαλιά, ένα φιλί και ήσουν πολύ απασχολημένος για να κάνεις πράξη μια τελευταία τους επιθυμία.


 Κράτα αυτούς που αγαπάς κοντά σου, πες τους ψιθυριστά πόσο πολύ τους χρειάζεσαι, αγάπα τους και φέρσου τους καλά, βρες χρόνο για να τους πεις "συγνώμη", "συγχώρεσέ με", "σε παρακαλώ", "ευχαριστώ" κι όλα τα λόγια αγάπης που ξέρεις. Κανείς δεν θα σε θυμάται για τις κρυφές σου σκέψεις. Ζήτα απ' τον Κύριο τη δύναμη και τη σοφία για να τις εκφράσεις. Δείξε στους φίλους σου τι σημαίνουν για σένα».

Πηγή: «Αν ο Θεός μου δώριζε ένα κομμάτι ζωή...» -Το συγκλονιστικό αποχαιρετιστήριο κείμενο του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες | Ειδήσεις και νέα με άποψη http://www.iefimerida.gr/node/151618#ixzz2zHCPUkF7


 Το διήγημα για παιδιά που ακολουθεί*, με τίτλο "Ένας πολύ γέρος κύριος με κάτι τεράστια φτερά" 1968, του Gabriel Garcia Marquez, έγινε πηγή έμπνευσης του βίντεο κλιπ του Tarsem Singh για το "Losineg My Religion" των R.E.M., από το άλμπουμ Out of Time (1991), αλλά και για το τραγούδι "Καθρέφτης" του Αλκίνοου Ιωαννίδη. Ο Gabriel Garcia Marquez την Πέμπτη 17 Απριλίου έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 87 ετών ύστερα από μακροχρόνια μάχη με τον καρκίνο.  Της Κρυσταλίας Πατούλη. 

Την τρίτη μέρα της βροχής είχαν σκοτώσει τόσα καβούρια μες το σπίτι, που ο Πελάγιο αναγκάστηκε να διασχίσει την πλημμυρισμένη μεσαυλή του για να τα πετάξει στην θάλασσα, γιατί το νεογέννητο αγόρι είχε περάσει όλη την νύχτα με δέκατα κι όλοι σκέφτονταν πως έφταιγε η δυσωδία. Απ' την Τρίτη όλα ήταν θλιβερά. Ουρανός και θάλασσα είχαν γίνει ένα σταχτί πράγμα κι η άμμος της παραλίας, που τον Μάρτη στραφτάλιζε σαν φωτεινή σκόνη, είχε μεταβληθεί σε σούπα από λάσπη και σαπισμένα θαλασσινά.
Το μεσημέρι το φως ήταν τόσο αδύνατο που όταν ο Πελάγιο γύριζε στο σπίτι, αφού είχε πετάξει τα καβούρια, με δυσκολία διέκρινε τι ήταν αυτό που κουνιότανε και βόγκαγε στο βάθος της μεσαυλής. Χρειάστηκε να πλησιάσει πολύ κοντά για ν' ανακαλύψει πως ήταν ένας γέρος πεσμένος μπρούμυτα μες την λασπουριά και παρόλες τις μεγάλες του προσπάθειες δε μπορούσε ν' ανασηκωθεί γιατί τον εμπόδιζαν οι τεράστιες φτερούγες του.
Τρομαγμένος απ' αυτόν τον εφιάλτη, ο Πελάγιο έτρεξε να βρει την Ελισένδα, την γυναίκα του, που έβαζε κομπρέσες στο άρρωστο μωρό και την πήγε στο βάθος της μεσαυλής. Περιεργάστηκαν κι οι δύο το πεσμένο κορμί με βουβή κατάπληξη. Ήταν ντυμένος σαν ζητιάνος. Μόλις και του 'μεναν λίγες ξασπρισμένες τρίχες στο γυμνό κρανίο του και πολύ λίγα δόντια στο στόμα και αυτή η θλιβερή του εμφάνιση, σαν καταμουσκεμένος παπούλης, του 'χε αφαιρέσει όλο το μεγαλείο.
Οι φτερούγες του, σαν μεγάλου όρνιου, βρώμικες και μισομαδημένες, είχαν βουλιάξει για πάντα μες την λασπουριά. Τόσο πολύ τον περιεργάστηκαν και με τέτοια προσοχή που πολύ γρήγορα ο Πελάγιο και η Ελισένδα συνήλθαν απ' την έκπληξή τους και στο τέλος τους φάνηκε και σαν γνωστός. Έτσι τόλμησαν να του μιλήσουν κι εκείνος τους αποκρίθηκε σε μια ακαταλαβίστικη γλώσσα, όμως με την ωραία φωνή των ναυτικών.
Έτσι έγινε και ξεπέρασαν το πρόβλημα των φτερών και συμπέραναν, κρίνοντας πολύ φρόνιμα, πως ήταν κάποιος μοναχικός ναυαγός κάποιου ξένου καραβιού που 'χε βουλιάξει με την καταιγίδα. Ωστόσο, φώναξαν να το δει και μια γειτόνισσα που γνώριζε τα πάντα για την ζωή και το θάνατο κι εκείνης της έφτασε μια ματιά για να τους βγάλει απ' την πλάνη τους.
- Είναι ένας άγγελος - τους είπε - σίγουρα ερχότανε για το μωρό, αλλά ο καημένος είναι τόσο γέρος που η βροχή τον έριξε χάμω.
Την επόμενη όλος ο κόσμος ήξερε πως στο σπίτι του Πελάγιο κρατούσανε φυλακισμένο έναν άγγελο με σάρκα και οστά.
Αντίθετα με την κρίση της σοφής γειτόνισσας, που πίστευε πως οι άγγελοι στους καιρούς μας ήταν οι επιζήσαντες φυγάδες κάποιας ουράνιας συνομωσίας, δεν άντεξε η καρδιά τους να τον σκοτώσουν με ξυλιές.
Ο Πελάγιο τον πρόσεχε όλο το απόγευμα απ' την κουζίνα, οπλισμένος με το ραβδί που είχε σαν σερίφης, και πριν ξαπλώσει τον έβγαλε τραβώντας τον απ' τις λάσπες και τον έκλεισε μαζί με τις κότες στο συρματόφραχτο κοτέτσι.Τα μεσάνυχτα, όταν σταμάτησε η βροχή, ο Πελάγιο κι η Ελισένδα ακόμα σκότωναν καβούρια.
Λίγο αργότερα ξύπνησε το μωρό απύρετο και πεινούσε. Αισθάνθηκαν τότε μεγαλόψυχοι κι αποφάσισαν να βάλουν τον άγγελο σε μια σχεδία με πόσιμο νερό και προμήθειες για τρεις μέρες και να τον αφήσουν στην τύχη του στ' ανοιχτά.
Αλλά όταν βγήκαν στην μεσαυλή με το πρώτο φως, βρήκαν όλη την γειτονιά μπροστά στο κοτέτσι να διασκεδάζει με τον άγγελο χωρίς τον παραμικρό σεβασμό και να του πετούν φαγώσιμα μεσ' απ' τις τρύπες του σύρματος λες και δεν ήταν πλάσμα υπερφυσικό παρά ζώο του τσίρκου.
Ο πάτερ Γκονσάγκα έφτασε πριν απ' τις εφτά, ξεσηκωμένος απ' το απίθανο νέο. Εκείνη την ώρα είχαν ήδη έρθει κι άλλοι περίεργοι, λιγότερο επιπόλαιοι απ' τους πρωινούς κι είχαν κάνει κάθε είδους υποθέσεις για το μέλλον του φυλακισμένου.
Οι πιο αφελείς σκέφτονταν θα τον εκλέγανε δήμαρχο του χωριού. Άλλοι, πιο χοντροκέφαλοι, υπέθεταν πως θα τον προβίβαζαν σε στρατηγό πέντε αστέρων για να κερδίζει όλους τους πολέμους. Μερικοί οραματιστές ελπίζανε πως θα τον φύλαγαν για γεννήτορα, για να σπείρει στη γη μια γενιά από φτερωτούς και σοφούς ανθρώπους που θα κυβερνούσαν το Σύμπαν.
Αλλά ο πάτερ Γκονσάγκα πριν γίνει παπάς ήταν ένας στιβαρός ξυλοκόπος. Σκυμμένος πάνω στα σύρματα ανακεφαλαίωσε σ' ένα λεπτό την κατήχησή του κι ύστερα ζήτησε να του ανοίξουν την πόρτα για να εξετάσει εκείνο τον αξιολύπητο άνθρωπο, που ‘μοιαζε περισσότερο με τεράστια ξεπουπουλιασμένη κότα ανάμεσα στις άλλες αποσβολωμένες κότες.
Ήταν ξαπλωμένος σε μια γωνιά, στεγνώνοντας στον ήλιο τις ανοιγμένες του φτερούγες, ανάμεσα σε φλούδια και φρούτα κι αποφάγια απ' το πρωινό που του 'χαν πετάξει οι πρωινοί επισκέπτες.
Αδιάφορος στη θρασύτητα του κόσμου, μόλις που σήκωσε το πανάρχαιο βλέμμα του και κάτι μουρμούρισε στη γλώσσα του όταν ο πάτερ Γκονσάγκα μπήκε στο κοτέτσι και τον καλημέρισε στα λατινικά.
Ο εφημέριος άρχισε να τον υποπτεύεται για απατεώνα όταν είδε πως δεν καταλάβαινε την γλώσσα του Θεού κι ούτε ήξερε να χαιρετήσει τους ιερείς Του.
Ύστερα πρόσεξε πως από κοντά ήταν πολύ ανθρώπινος: ανάδινε μιαν ανυπόφορη μυρωδιά υπαίθρου, παράσιτα είχαν φυτρώσει κάτω απ' τις φτερούγες του, τα μεγαλύτερα φτερά του είχαν κακοπάθει απ' τους ανέμους της γης και τίποτα στην κακόμοιρη φύση του δε θύμιζε την περήφανη αξιοπρέπεια των αγγέλων.
Εγκατέλειψε λοιπόν το κοτέτσι και μ' ένα σύντομο κήρυγμα προειδοποίησε τους περίεργους για τους κινδύνους της αφέλειας. Τους θύμισε πως ο δαίμονας είχε την κακιά συνήθεια να μεταχειρίζεται κόλπα καρναβαλίστικα για ν' αναστατώνει τους ανόητους.
Υποστήριξε πως εφόσον τα φτερά δεν ήταν το βασικό στοιχείο που καθορίζει τις διαφορές ανάμεσα σ' ένα γεράκι και σ' ένα αεροπλάνο, πολύ λιγότερο θα ήταν στην αναγνώριση των αγγέλων.
Ωστόσο υποσχέθηκε να γράψει ένα γράμμα στον επίσκοπό του, ώστε κι εκείνος να γράψει άλλο στην Παναγιότητά του, έτσι ώστε η τελική ετυμηγορία να προέρχεται απ' τα ανώτατα δικαστήρια.
Τα λόγια του έπεσαν σ' άγονο χώμα. Το νέο για τον αιχμάλωτο άγγελο διαδόθηκε με τέτοια ταχύτητα που μέσα σε λίγες ώρες έγινε μες στην μεσαυλή τέτοιο πανδαιμόνιο λαϊκής αγοράς που αναγκάστηκαν να φέρουν το στρατό σε μπαγιονέτες για να κρατήσει σε απόσταση το πλήθος που κόντευε να γκρεμίσει το σπίτι.
Η Ελισένδα, με τη μέση πιασμένη απ' το να σκουπίζει τα πανηγυριώτικα σκουπίδια, είχε τότε την έξυπνη ιδέα να μαντρώσει τη μεσαυλή και να κόψει εισιτήριο πέντε σεντάβος για όποιον ήθελε να δει τον άγγελο.
Ήρθαν περίεργοι μέχρι κι απ' την Μαρτινίκα. Ήρθε ένας περιοδεύων θίασος μ' ένα ιπτάμενο ακροβάτη που πέρασε βουίζοντας αρκετές φορές πάνω απ' το πλήθος, αλλά κανείς δεν του έδωσε σημασία γιατί οι φτερούγες του δεν ήταν από αγγέλου, αλλά από διαστημική νυχτερίδα.
Ήρθαν οι πιο δυστυχισμένοι ανάπηροι της Καραϊβικής για να γιάνουν: μια φτωχιά που από μικρή μετρούσε τους χτύπους της καρδιάς της και δεν έφταναν πια οι αριθμοί, κάποιος απ' την Τζαμάικα που δεν μπορούσε να κοιμηθεί γιατί τον ενοχλούσε ο θόρυβος των αστεριών, ένας υπνοβάτης που σηκωνότανε την νύχτα να χαλάσει στον ύπνο του αυτά που έφτιαχνε στον ξύπνιο του και πολλοί άλλοι με λιγότερο σοβαρά προβλήματα.
Μέσα σ' αυτήν την αταξία ναυαγίου, που έκανε την γη να τρέμει, ο Πελάγιο και η Ελισένδα ήταν ευτυχισμένοι απ' την κούραση γιατί σε λιγότερο από μια βδομάδα είχαν γεμίσει με λεφτά τις κρεβατοκάμαρες κι η ουρά των προσκυνητών που περίμεναν ακόμη τη σειρά τους για να μπουν μέσα έφτανε ως την άλλη άκρη του ορίζοντα.
Ο άγγελος ήταν ο μόνος που δε συμμετείχε στο δικό του θέαμα. Περνούσε τον καιρό του ψάχνοντας για μια πιο αναπαυτική θέση στη δανεική φωλιά, ζαλισμένος απ' τις λάμπες του λαδιού που ζέσταιναν σαν κόλαση κι απ' τα κεριά της λειτουργίας που κόλλαγαν πάνω στα σύρματα.
Στην αρχή προσπάθησαν να του δώσουν να φάει ναφθαλίνη, που σύμφωνα με τη σοφία της γειτόνισσας ήταν ειδική τροφή για τους αγγέλους.
Αλλά εκείνος την περιφρόνησε όπως περιφρόνησε και τα παπικά γεύματα που του έφερναν οι μετανοούντες και ποτέ δεν έγινε γνωστό αν επειδή ήταν άγγελος ή επειδή ήταν γέρος κατέληξε να τρώει μονάχα χυλό από μελιτζάνες.
Η μόνη υπερφυσική του αρετή έμοιαζε να 'ναι η υπομονή. Ιδιαίτερα τον πρώτο καιρό όταν τον τσιμπολογούσαν οι κότες ψάχνοντας για τα ουράνια παράσιτα που πλήθαιναν μες τις φτερούγες του κι οι σακάτηδες του ξερίζωναν πούπουλα για να τ' ακουμπήσουν πάνω στα κουσούρια τους κι ακόμα κι οι πιο σπλαχνικοί του πετούσαν πέτρες για να τον κάνουν να σηκωθεί να τον δούνε όρθιο.
Η μόνη φορά που κατάφεραν να τον ταράξουν ήταν όταν του έκαψαν το φτερό με ένα σίδερο για το μαρκάρισμα των μοσχαριών, γιατί είχε μείνει τόσες ώρες ακίνητος που τον είχαν για πεθαμένο.
Ξύπνησε ξαφνιασμένος, παραμιλώντας στην απόκρυφη γλώσσα του και με τα μάτια γεμάτα δάκρυα χτύπησε τα φτερά του δυο φορές σηκώνοντας ένα σύννεφο από κουτσουλιές και σεληνιακή σκόνη και προκαλώντας έναν ανεμοστρόβιλο πανικού άλλου είδους.
Αν και πολλοί πίστεψαν πως η αντίδρασή του δεν ήταν από θυμό, αλλά μάλλον από πόνο, από τότε πρόσεχαν να μην τον ενοχλούν γιατί η πλειοψηφία κατάλαβε πως δεν είχε την απάθεια ενός ήρωα σε απομόνωση, αλλά ενός κατακλυσμού σε ανάπαυση.
Ο πάτερ Γκονσάγκα αντιμετώπισε την επιπολαιότητα του πλήθους με συνταγές οικιακής έμπνευσης καθώς περίμενε την τελική ετυμηγορία για την φύση του φυλακισμένου. Όμως το ταχυδρομείο της Ρώμης είχε χάσει την έννοια του επείγοντος.
Ο καιρός περνούσε εξετάζοντας αν ο ένοχος είχε αφαλό, αν η γλώσσα του είχε σχέση με την αραμαϊκή, πόσες φορές χωρούσε πάνω στο κεφάλι μιας καρφίτσας, ή αν δεν ήταν απλώς κάποιος Νορβηγός με φτερά.
Τα φειδωλά αυτά γράμματα θα μπορούσαν να πηγαινοέρχονται μέχρι τη συντέλεια των αιώνων, αν κάποιο γεγονός σταλμένο απ' την θεία πρόνοια δεν έβαζε τέλος στις στεναχώριες του εφημέριου.
Έτυχε εκείνες τις μέρες, μέσα στα πολλά νούμερα των θιάσων που ταξίδευαν στην Καραϊβική, να φέρουν στο χωριό το θλιβερό θέαμα μιας γυναίκας που είχε μεταμορφωθεί σε αράχνη επειδή είχε παρακούσει τους γονείς της.
Δεν ήταν μόνο φθηνότερο το εισιτήριο για να την δει κανείς απ' το εισιτήριο για τον άγγελο, αλλά επέτρεπαν να της κάνεις κάθε είδους ερωτήσεις για την παράλογη κατάστασή της και να την εξετάσεις απ' την καλή και απ' την ανάποδη, ώστε κανείς να μη αμφιβάλλει για την αλήθεια αυτής της φρίκης.
Ήταν μια τεράστια ταραντούλα μεγάλη σαν πρόβατο και με κεφάλι μελαγχολικής κόρης.
Όμως το πιο σπαραχτικό απ' όλα δεν ήταν η παράλογη όψη της, αλλά η αληθινή λύπη με την οποία διηγιόταν τις λεπτομέρειες της δυστυχίας της: όταν ήταν ακόμα παιδί το είχε σκάσει απ' το σπίτι των γονιών της για να πάει σ' ένα χορό κι όταν γύριζε μεσ' απ' το δάσος, αφού είχε χορέψει όλη τη νύχτα χωρίς άδεια, ένας τρομαχτικός κεραυνός άνοιξε τον ουρανό στα δύο κι απ' το άνοιγμα πετάχτηκε η αστραπή με το θειάφι που τη μετάτρεψε σε αράχνη.
Μοναδική τροφή της ήταν τα κεφτεδάκια που οι φιλεύσπλαχνες ψυχές της έβαζαν στο στόμα όταν ήθελαν.
Τέτοιο θέαμα, γεμάτο από ανθρώπινη αλήθεια και με τέτοια τρομερή τιμωρία, ήταν φυσικό να συντρίψει, δίχως να το θέλει, το θέαμα του υπεροπτικού αγγέλου που μόλις καταδεχόταν να κοιτάξει τους θνητούς.
Επιπλέον, τα ελάχιστα θαύματα που αποδίδανε στον άγγελο, αποκάλυπταν μία κάποια ψυχική διαταραχή, όπως εκείνο του τυφλού που δε βρήκε το φως του, αλλά του φύτρωσαν τρία καινούργια δόντια κι εκείνο του παραλυτικού που δε μπόρεσε να περπατήσει, αλλά κόντεψε να κερδίσει τον πρώτο λαχνό στο λαχείο κι εκείνο του λεπρού που φύτρωσαν ηλιοτρόπια στις πληγές του.
Αυτά τα θαύματα της παρηγοριάς, που πιο πολύ μοιάζανε με φάρσες, είχαν ήδη κλονίσει τη φήμη του αγγέλου όταν η γυναίκα που είχε μεταμορφωθεί σε αράχνη κατάφερε τελικά να την καταστρέψει.
Έτσι έγινε και ο πάτερ Γκονσάγκα γιατρεύτηκε για πάντα απ' την αϋπνία κι η μεσαυλή του Πελάγιο ξανάμεινε άδεια όπως τον καιρό που έβρεχε συνέχεια και τα καβούρια περπατούσαν στις κρεβατοκάμαρες.
Οι ιδιοκτήτες του σπιτιού δεν είχαν λόγο να παραπονεθούν. Με τα λεφτά που οικονόμησαν έφτιαξαν μια έπαυλη με δύο πατώματα, με μπαλκόνια και κήπους και με κεφαλόσκαλα πολύ ψηλά για να μην ανεβαίνουν καβούρια και με σιδεριές στα παράθυρα για να μην μπαίνουν άγγελοι.
Επιπλέον, ο Πελάγιο έφτιαξε ένα εκτροφείο για κουνέλια κοντά στο χωριό και παραιτήθηκε από σερίφης οριστικά και η Ελισένδα αγόρασε παπούτσια σατέν με ψηλά τακούνια και πολλά φουστάνια από γυαλιστερό μεταξωτό, απ' εκείνο που φορούσαν τις Κυριακές εκείνα τα χρόνια οι πιο ελκυστικές κυρίες.
Μόνο για το κοτέτσι δεν έκαναν τίποτα. Αν καμιά φορά το έπλεναν με απολυμαντικό κι έκαιγαν κομματάκια σμύρνα, δεν το έκαναν για να τιμήσουν τον άγγελο, παρά για να διώξουν τη βρωμιά της κοπριάς που τριγυρνούσε σαν φάντασμα παντού και πάλιωνε το καινούριο σπίτι.
Στην αρχή, όταν το μωρό άρχισε να περπατάει, πρόσεχαν να μην πάει πολύ κοντά στο κοτέτσι. Αλλά ύστερα άρχισαν να ξεχνούν τους φόβους τους και να συνηθίζουν στη μυρωδιά και πριν αλλάξει το παιδί τα δόντια του έπαιζε πια μες το κοτέτσι που τα σκουριασμένα σύρματά του έπεφταν κομμάτια.
Ο άγγελος δεν ήταν λιγότερο απωθητικός μαζί του, απ' ότι με τους υπόλοιπους θνητούς, αλλά υπόφερε τους πιο δαιμόνιους εξευτελισμούς με την υπομονή του σκύλου δίχως ψευδαισθήσεις. Κι οι δυο άρπαξαν ανεμοβλογιά συγχρόνως.
Ο γιατρός που κοίταξε το παιδί δεν άντεξε στον πειρασμό ν' ακροαστεί και τον άγγελο, αλλά του βρήκε τόσα φυσήματα στην καρδιά και τόσους θορύβους στα νεφρά, που του φάνηκε απίθανο που ήταν ακόμα ζωντανός.
Αυτό όμως που τον ξάφνιασε πιο πολύ ήταν η λογική των φτερών του. Έδεναν τόσο φυσικά μ' αυτόν τον τελείως ανθρώπινο οργανισμό που δε μπορούσε να καταλάβει γιατί δεν είχαν κι οι υπόλοιποι άνθρωποι.
Όταν το παιδί πήγε σχολείο είχε περάσει πια πολύς καιρός από τότε που ο ήλιος κι η βροχή είχαν ξεπατώσει το κοτέτσι. Ο άγγελος σερνόταν από δω κι από κει σαν αδέσποτος ετοιμοθάνατος.
Τον έβγαζαν με τη σκούπα απ' ένα δωμάτιο κι ένα λεφτό αργότερα τον έβρισκαν στην κουζίνα.
Έμοιαζε να βρίσκεται ταυτόχρονα παντού κι έφτασαν να σκέφτονται πως πολλαπλασιαζόταν, πως επαναλαμβανότανε από μόνος του, σ' ολόκληρο το σπίτι κι η εξοργισμένη Ελισένδα φώναζε σαν τρελή πως είναι τρομερό να ζει κανείς σ' αυτήν την κόλαση γεμάτη αγγέλους.
Μόλις που μπορούσε να φάει και τα πανάρχαια μάτια του είχαν θολώσει τόσο, που σκόνταφτε στις κολόνες, και δεν του 'μεναν πια παρά τα μαδημένα καλάμια στα τελευταία φτερά του.
Ο Πελάγιο του 'χε ρίξει πάνω του μια κουβέρτα και του 'χε κάνει την χάρη να τον αφήσει να κοιμάται στο υπόστεγο και μόνο τότε πρόσεξαν πως περνούσε τις νύχτες παραμιλώντας απ' τον πυρετό, λέγοντας γλωσσοδέτες στα αρχαία νορβηγικά. Κι ήταν μια απ' τις λίγες φορές που αναστατώθηκαν γιατί σκέφτηκαν πως επρόκειτο να πεθάνει κι ούτε κι η σοφή η γειτόνισσα μπορούσε να τους πει τι κάνουν τους πεθαμένους αγγέλους.
Όμως, όχι μόνο επέζησε το χειρότερο χειμώνα της ζωής του, αλλά και φάνηκε να καλυτερεύει με τις πρώτες ζέστες.
Έμενε ακίνητος για αρκετές μέρες στην πιο απόμακρη γωνιά της αυλής, εκεί που δε μπορούσε κανείς να τον δει και στις αρχές του Δεκέμβρη άρχισαν να φυτρώνουν στις φτερούγες του κάτι μεγάλα και σκληρά φτερά, φτερά γέρικου πουλιού, που έμοιαζαν περισσότερο μ' άλλο ένα βάσανο των γηρατειών.
Εκείνος όμως, θα πρέπει να γνώριζε την αιτία αυτών των αλλαγών, γιατί πρόσεχε πολύ να τις κρύβει και κανείς να μην ακούσει τα τραγούδια των ναυτικών που καμιά φορά τραγούδαγε κάτω απ' τ' αστέρια.
Ένα πρωί η Ελισένδα καθάριζε κρεμμύδια για το μεσημέρι όταν ένας άνεμος που έμοιαζε να 'ρχεται απ' τ' ανοιχτά όρμησε στη κουζίνα.
Τότε έσκυψε απ' το παράθυρο κι έπιασε τον άγγελο στις πρώτες προσπάθειές του να πετάξει. Ήταν τόσο αδέξιες που άνοιξε με τα νύχια του ένα αυλάκι στο λαχανόκηπο και κόντεψε να γκρεμίσει το υπόστεγο με τα αδύναμα χτυπήματα των φτερών του που γλιστρούσαν στο φως και δεν έβρισκαν που να κρατηθούν στον αέρα. Αλλά κατάφερε να πάρει ύψος.
Η Ελισένδα άφησε έναν αναστεναγμό ανακούφισης για κείνη και γι' αυτόν, όταν είδε να περνά πάνω απ' τα τελευταία σπίτια προσπαθώντας να κρατηθεί στον αέρα μ' οποιονδήποτε τρόπο με το ριψοκίνδυνο πέταγμα γέρικου όρνιου.
Συνέχισε να τον βλέπει μέχρι που δε μπορούσε πια, γιατί δεν ήταν πια εμπόδιο στη ζωή της, αλλά ένα φανταστικό σημείο στον ορίζοντα πάνω στη θάλασσα.-"
---
*Από τη συλλογή διηγημάτων του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, "Θάνατος σταθερός πέρα από τον έρωτα", μετάφραση Κλαίτη Σωτηριάδου, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1983, αναδημοσιευμένο στο βιβλίο "Ανάμεσα σε ερωτιδείς και αγγέλους", ιστορίες και μύθοι, των εκδόσεων Απόπειρα, 2010.

 ΠΗΓΗ : http://tvxs.gr/
Διαβάστε περισσότερα »

Πάσχα στη Παλλήνη του Παπαδιαμάντη

«... Γενομένου του ασπασμού, ήρξατο ή λειτουργία μέχρι της 2ας ώρας προς όρθρον. Ότε ελάβομεν το αντίδωρον και εξηρχόμεθα εκ του ναού, άλλο γνήσιον ελληνικόν έθιμον εφείλκυσε την προσοχήν μου περί την θύραν της εκκλησίας.

Εις των χωρικών, όστις εκτελεί χρέη επιτρόπου εν τω παρεκκλησίω, διένειμεν εις τους εξερχόμενους ωά κόκκινα, προσφωνών ενί εκάστω το Χριστός Ανέστη. Έλαβον το δοθέν μοι ωόν και εγκαρδίως ηυχήθην εις τον αγαθόν χωρικόν παν καταθύμιον.

Τότε έκαστος των χωρικών, φέρων ανημμένην την λαμπάδα, απήλθε οίκαδε. Το κατ' εμέ, αφού επεσκέφθην δια βραχέων τον φιλόξενον χωρικόν κυρ-Γιάννην, μετέβην εις το μικρόν μαγαζίον του χωριού και απήλαυσα επί μακρόν χρόνον την ηδονήν της συνδιαλέξεως μετά των χωρικών, ανθρώπων με ανοικτήν καρδίαν.

Εις εκ αυτών είχε φέρει εκ της οικίας του σούπαν και βραστόν, τυρόν και αυγά κόκκινα, και εγεύθημεν ομού το πασχάλιον. Εν τω μεταξύ είχεν αρχίσει να γλυκοχαράζει και επειδή δεν ενύσταζον, εσκέφθην, ότι το καλλίτερον ήτο να περιμείνω την ανατολήν του η­λίου και την διάβασιν της αμαξοστοιχίας του σιδηρόδρομου Λαυρίου.

Παρήλθον δε ανεπαισθήτως αι ώραι εν τω μέσω της φαιδράς συνδιαλέξεως, του Χριστός Ανέστη, της συγκρούσεως των ποτηριών, της μαρμαρυγής του ρητινίτου και του εαρινού των στρουθίων κελαδήματος.

Μεταβαίνων εις τον σταθμόν, μίαν ώρα μετά την ανατολή του ηλίου, συνήντησα δύο ή τρεις ομίλους εορταζόντων, και οι οβελοί των αμνών περιστρέφοντο ήδη επί του πυρός...»

Αλ. Παπαδιαμάντης: «Ο επιτάφιος και η ανάστασις, εις τα χωρία»
Διαβάστε περισσότερα »