Δύο εμφύλιοι είναι κάτι το απίστευτο
για ένα λαό που είναι 400 χρόνια σκλαβωμένος και που στον 3ο χρόνο της
επανάστασης εναντίον των Τούρκων κάνει ένα διάλειμμα δύο χρόνων για
ξεκαθάρισμα λογαριασμών, νομή εξουσίας αλλά και πολλών πάρα πολλών λιρών
που προέρχονταν από την αγγλική βοήθεια.
Ήταν ένας σφοδρός ανταγωνισμός ισχύος
για τον έλεγχο της ηγεσίας της επανάστασης αλλά και του υπό διαμόρφωση
νέου ελληνικού κράτους.
Η πρώτη φάση του εμφυλίου άρχισε από
το Φθινόπωρο 1823 - Καλοκαίρι 1824) και χαρακτηρίστηκε από έντονες
πολιτικές διαμάχες μεταξύ Φιλικών και Κοτζαμπάσηδων, ενώ η
δεύτερη (Ιούλιος 1824 - Ιανουάριος 1825) από εμφύλιες συρράξεις μεταξύ
κυβερνητικών, υποστηριζόμενων από την Αγγλία, και Πελοποννησίων.
Στις 20 Ιουλίου 1824 έφτασαν τα
χρήματα του δανείου από την αγγλική κυβέρνηση. Έτσι η κυβέρνηση
Κουντουριώτη ενισχύθηκε με ένα υπέρογκο χρηματικό ποσό, το οποίο
χρησιμοποίησε για δικούς της συμφεροντολογικούς σκοπούς μοιράζοντάς το
επιλεκτικά, μόνο σε φίλα προσκείμενους σε αυτή.
(στο σημείο αυτό, μια μικρή παρένθεση για να πω ότι δεν είχα ποτέ ασχοληθεί με αυτή τη λεπτομέρεια που αφορούσε στο πρώτο χρέος της Ελλάδας, πριν ακόμη γίνει ανεξάρτητο κράτος. Σκαλίζοντας όμως τον Παππαρηγόπουλο, βρήκα τα ακόλουθα στοιχεία που έχουν όλα τα χαρακτηριστικά αποικιοκρατικού δανείου, όπως εξάλλου και του πρόσφατου μέσω ΔΝΤ, με τη διαφορά ότι τώρα βρισκόμαστε σε περίοδο πλήρους λειτουργίας των ευρωπαϊκών θεσμών, αλλά αυτό δεν εμποδίζει και τον σημερινό δανεισμό να υπακούει στο αγγλικό δίκαιο και όχι στο κοινοτικό, που ευνοεί τον δανειστή και τιμωρεί στην παραμικρή παρέκκλιση τον δανειζόμενο).Το δάνειο αυτό λοιπόν είχε συμφωνηθεί στο Λονδίνο στις 21 Φεβρουαρίου 1824, με ονομαστικό κεφάλαιο 800.000 λίρες προς 59%, με 5% τόκο και 1% χρεολύσιο.
Ωστόσο, από το πραγματικό κεφάλαιο
αφαιρέθηκαν ο διετής τόκος του ονομαστικού, το διετές τοκοχρεολύσιο,
διάφορα μεσιτικά, προμήθειες και έξοδα. Επίσης, πληρώθηκαν περίπου
10.000 λίρες σε πολεμοφόδια.
Στην Ελλάδα εισέρρευσαν μόνο 298.726,11 και 9 λίρες σε
μετρητά. Ακόμη, πληρώθηκαν συναλλάγματα 3.858,18 λιρών που εκδόθηκαν εκτός
Ελλάδας.
Συνεπώς, το σύνολο των χρημάτων από
αυτό το δάνειο που η νέα κυβέρνηση διέθεσε στην Ελλάδα ανήλθε σε
302.585,99 λίρες, δηλαδή περίπου 8.472.000 δραχμές.
Για τα χρόνια εκείνα, το ποσό ήταν
υπέρογκο. Δεν είναι απορίας άξιο που η είδηση της διαδοχικής άφιξης
των δόσεων του δανείου μεγάλωσε τον πόθο για την κατοχή της εξουσίας. Ο
πόθος αυτός, καθώς και άλλες αφορμές δυσαρέσκειας στην Πελοπόννησο,
οδήγησαν σταδιακά σε ένα δεύτερο εμφύλιο πόλεμο. Ο Φωτήλας παραιτήθηκε
από το αξίωμά του. Οι κεντρικές επαρχίες αρνήθηκαν να πληρώσουν τους
φόρους. «Ας πληρώσουν αυτοί που παίρνουν και τις λίρες ήταν η μόνιμη
επωδός»!
Από αυτή τη στιγμή και μετά γράφεται
μια από τις πιο μελανές σελίδες της ελληνικής επαναστάσεως. Η κυβέρνηση
με το ατού των χρημάτων που διέθετε και χρησιμοποιώντας τους Ρουμελιώτες
και συγκεκριμένα τους, Μακρυγιάννη, Τζαβέλλα, Καραϊσκάκη, Γκούρα,
Δράκο και Καρατάσο διατάζονται να επιβάλουν την τάξη στην εξεγερμένη
Πελοπόννησο. Σύμφωνα με τους ιστορικούς αυτή η έμπνευση του σχεδίου ήταν
εξολοκλήρου του Ιωάννη Κωλέττη.
Στις 25 Νοεμβρίου
κατέφθασε στον Αχλαδόκαμπο ο στρατός των κυβερνητικών αλλά όταν άρχισε η μάχη
με έκπληξη παρατήρησαν οι Μοραΐτες ότι οι περισσότεροι από τους στρατιώτες
τους, κυρίως Ρουμελιώτες και Σουλιώτες μισθοφόροι, δεν δέχονταν να πολεμήσουν. Αιτία
ήταν τα μεγάλα ποσά που τους είχαν τάξει κατάσκοποι των κυβερνητικών, αν
παρέμεναν άπρακτοι. Έτσι οι κοτζαμπάσηδες αποχώρησαν και αποσύρθηκαν στις
ιδιαίτερες πατρίδες τους. Δύο μέρες πριν, στις 23 Νοεμβρίου,
οι Ρουμελιώτες είχαν συγκρουστεί κοντά στην Κόρινθο με τα στρατεύματα του Λόντου και του Νοταρά.
Αποτέλεσμα ήταν οι τελευταίοι, εξαιτίας λιποταξίας των μισθοφόρων τους,
να ηττηθούν. Οι λεηλασίες που πραγματοποιήθηκαν στην έδρα των Νοταράδων, στα Τρίκαλα
Κορινθίας ήταν άνευ προηγουμένου.
Στη συνέχεια οι Ρουμελιώτες εισέβαλαν στην Κερπινή. Οι σκηνές που ακολούθησαν
ήταν φοβερές. Φρικτά εγκλήματα όπως αυτά των βιασμών, των βασανισμών συνέβησαν
ενώ όλα τα σπίτια λεηλατήθηκαν.
Έπειτα στράφηκαν στην περιοχή των Δεληγιαννέων, την
οποία οι είχαν εγκαταλείψει οι προύχοντές της. Αφού λεηλατήθηκε και αυτή, ο
Γκούρας και τα παλληκάρια του έστρεψαν την προσοχή τους στην Ηλεία και
συγκεκριμένα στη Γαστούνη, την επικράτεια των Σισίνιδων. Το
πλιάτσικο που ακολούθησε ήταν τρομερό αφού ο κάμπος της Γαστούνης ήταν από τις
πιο πλούσιες περιοχές. Από την τεράστια βιβλιοθήκη των Σισίνιδων, περίπου
10.000 τόμοι, δεν γλίτωσε τίποτα παρά μόνο μερικά σπάνια βιβλία.
Ο Φωτάκος έγραψε για τα γεγονότα αυτά ότι «ηρκεί
μόνον ότι όλοι ήσαν Μοραΐται και όλους τους εγύμνωναν και τους εκαταφρόνουν»
ενώ ο Σπυρίδων
Τρικούπης αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «η εισβολή των πέραν του Ισθμού στρατευμάτων δοθέντων εις αρπαγήν
ανακάλεσεν εις την μνήμην των παθόντων όσα κακά έπαθαν επί της εισβολής των
Αλβανών οι πατέρες αυτών».
Τι έκανε στο
μεταξύ η ελληνική κυβέρνηση, ενώ καταστρέφονταν η Κάσος και τα Ψαρά; Ήδη οπό
τις 17 Μαΐου, δηλαδή 20 μέρες πριν από την άλωσή τους, οι Κάσιοι είχαν επιδώσει
αναφορά στη «σεβαστή διοίκηση», ζητώντας να αποστείλει ναυτική δύναμη και
πολεμοφόδια. Το εκτελεστικό, απασχολημένο ακόμη με την πολιορκία του Ναυπλίου,
είχε αποκριθεί από τους Μύλους στις 27 του μήνα:
Η διοίκηση, ως μητέρα όλων, δεν θα αδιαφορήσει: Στις πολεμικές ανάγκες, εφόσον
φτάσει το δάνειο, θα σας ενισχύσει ανάλογα. Τα πολεμικά πλοία από την
Ύδρα και τις Σπέτσες δεν αποπλέουν ακόμη γιατί το ταμείο δεν έχει χρήματα να
πληρώσει τους ναύτες. Μόλις όμως φτάσουν τα χρήματα και πληρωθούν οι ναύτες,
θα βγουν αμέσως, επειδή είναι έτοιμοι».
Στο μεταξύ, η
«σεβαστή διοίκηση» είχε χρήματα να πληρώνει τους στρατούς που διεξήγαν τον
εμφύλιο πόλεμο, αλλά άφηνε την Κάσο να καταστραφεί. Ούτε μετά την καταστροφή υπήρξε
κάποια πρόνοια για να αποπλεύσει ο στόλος.
Στις 22 Ιουνίου έφτασαν στις Σπέτσες οι πρώτοι φυγάδες από τα Ψαρά,
μεταφέροντας την είδηση της πτώσης εκείνου του μεγάλου βόρειου προμαχώνα της
Επανάστασης. Η συμφορά κατέπληξε σαν κεραυνός όλα τα πέρατα της Ελλάδας.
Και το κακό δεν περιοριζόταν μόνο σε αυτό: Οι έπαρχοι της Τήνου, της Μυκόνου
και της Νάξου ανήγγειλαν διαδοχικά ότι από τα νησιά τους άλλοι είχαν
προσκυνήσει και άλλοι ετοιμάζονταν να προσκυνήσουν.
ΑΝ Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ βρισκόταν υπό την εποπτεία τέτοιων εκτελεστικών,
βουλευτικών και παρόμοιων υπουργείων, θα είχε αποτύχει από την πρώτη κιόλας
στιγμή. Κατόρθωσε να έχει αίσια κατάληξη κυρίως χάρη στις ατομικές ενέργειες
μερικών ανδρών. Αν και κανένας τους δεν είχε τη μεγαλοφυΐα να κρατήσει τα ηνία
όλης της Ελλάδας, τουλάχιστον, όμως, κατάφεραν στο σύνολό τους να ελέγξουν τις
δυνάμεις των διαφόρων τμημάτων της χώρας και έτσι έγιναν οι αληθινοί ηγέτες του
Αγώνα.
Αυτό συνέβη στην Πελοπόννησο, στα νησιά και στη
Στερεά Ελλάδα, ενόσω μάλιστα διαρκούσαν οι εξωτερικές διαπραγματεύσεις.
Το Μάρτιο του 1821, όταν ξέσπασε η Επανάσταση στην
Πελοπόννησο, ο ηγεμόνας της Μάνης, ο Πέτρος Μαυρομιχάλης (Πετρόμπεης), φάνηκε
για μια στιγμή ότι θα έλεγχε την κατάσταση στη χερσόνησο. Ήταν επικεφαλής μιας
περιοχής και μιας φυλής, οι οποίες δεν υπέκυψαν ποτέ ολοκληρωτικά στην
οθωμανική κυριαρχία και πάντοτε στασίαζαν. Συνεπώς είχε ένα ασφαλές ορμητήριο
και προετοιμασμένο στρατό. Ο ίδιος μπορεί να μην ήταν πολεμιστής, αλλά ο αδελφός
και οι γιοι του έδειξαν σημαντικές ικανότητες στον Αγώνα. Παρ' όλ' αυτά, του
άρπαξε από τα χέρια την ηγεμονία της Πελοποννήσου ένας άνδρας, ο οποίος ανήκε
σε φημισμένη γενιά κλεφτών, είχε πολεμήσει μαζί με τον Σταθά στη Σκόπελο, είχε
σχεδιάσει με τον Αλή Φαρμάκη μια ελληνοτουρκική εξέγερση στην Πελοπόννησο, ο
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.
Το δυνατό σώμα, το μεγάλο κεφάλι, τα μακριά μαλλιά, τα
αετίσια μάτια, το πλατύ μέτωπο, η βροντερή φωνή, όλα πάνω του, μπορούσαν
πραγματικά να καθηλώσουν τους ρωμαλέους ορεσίβιους κατοίκους της.
Κάνοντας μία ανασκόπηση της αγωνιστικής πορείας των
Ελλήνων αλλά και της εμπλοκής τους με την πολιτική, ο Κολοκοτρώνης σημειώνει
μεταγενέστερα:
«Οταν
αποφασίσαμε να κάμωμε την Επανάσταση δεν εσυλογισθήκαμε ούτε πόσοι είμεθα, ούτε
πόσοι δεν έχομε άρματα, ούτε ότι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις,
ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε πού πάτε εδώ να πολέμησετε με σιτταροκάραβα
βατσέλα, αλλά ως μία βροχή έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας
μας και όλοι, και οι κληρικοί και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι
πεπαιδευμένοι και οι έμποροι μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το
σκοπό και εκάμαμε την επανάσταση.
Εις τον πρώτο χρόνο της Επαναστάσεως είχαμε μεγάλη
ομόνοια και όλοι ετρέχαμε σύμφωνοι. Ο ένας επήγεν εις τον πόλεμο, ο αδελφός
του έφερνε ξύλα, η γυναίκα του εζύμωνε, το παιδί του εκουβαλούσε ψωμί και
μπαρουτόβολα εις το στρατόπεδον και εάν αυτή η ομόνοια εβαστούσε ακόμη δύο
χρόνους, ηθέλαμε κυριεύσει και την Θεσσαλία και την Μακεδονία και ίσως φθάναμε
ν και έως την Κωνσταντινούπολη. Τόσον τρομάξαμε τους Τούρκους οπού άκουγαν
Ελληνα και έφευγαν χίλια μίλια μακρά. Εκατόν Έλληνες έβαζαν πέντε
χιλιάδες εμπρός και ένα καράβι μιαν αρμάδα. Αλλά δεν εβάσταξεν. Ήρχισεν η
διχόνοια και εχάθη η πρώτη προθυμία και ομόνοια... Κανείς δεν ήθελε ούτε να
συνδράμει ούτε να πολεμήσει.
Και τούτο εγίνετο επειδή δεν είχαμε ένα αρχηγό και μίαν κεφαλή. Αλλά ένας
έμπαινε πρόεδρος έξη μήνες και εσηκώνετο ο άλλος και τον έρριχνε και εκάθετο
αυτός άλλους τόσους και έτσι ο ένας ήθελε τούτο και ο άλλος το άλλο.
«Ίσως όλοι ηθέλαμε το καλό, πλην
καθένας κατά την γνώμη του. Όταν προστάζουνε πολλοί, ποτέ το σπίτι δεν χτίζεται,
ούτε τελειώνει. Ημείς εχρειαζόμεθα έναν αρχηγό, όστις να προστάζει και οι
άλλοι να υπακούουν και να ακολουθούν».
Η πράξη με την οποία το έθνος τέθηκε κάτω από την
υπεράσπιση της Αγγλίας.
Οι πιο σημαντικοί Πελοποννήσιοι πολιτικοί και
στρατιωτικοί, ο Θ. Κολοκοτρώνης, οι πρόκριτοι των νησιών, ο Α. Μιαούλης, ο
Γκούρας, χιλιάδες απλοί άνθρωποι υπέγραψαν τη θρυλική Πράξη όπου οριζόταν ότι :
Πρώτον :
«το ελληνικό έθνος θέτει εκούσια την ιεράν παρακαταθήκη της ίδιας του
της ελευθερίας, ανεξαρτησίας και πολιτικής του ύπαρξης στη μοναδική υπεράσπιση
της αυτού μεγαλειότητας, του Γεωργίου Δ'.
Δεύτερον : η παρούσα πράξη να
κοινοποιηθεί στην κυβέρνηση της Αυτού βρετανικής μεγαλειότητας».
Εναντίον της Πράξης τάχθηκαν μερικοί Έλληνες και ξένοι,
ανάμεσα τους ο Γάλλος στρατηγός Ρος. Οι Έλληνες που διαμαρτυρήθηκαν, στους
οποίους περιλαμβανόταν και ο Δημήτριος Υψηλάντης— είχαν έως ένα σημείο το
δίκιο τους.
Θεώρησαν ότι η Ελλάδα θα πουλιόταν στην Αγγλία, αλλά
δεν είδαν τα βαθύτερα κίνητρα. Πιθανόν αγνοούσαν ή δεν πίστεψαν ότι το μόνο
που ζητήθηκε από την Αγγλία ήταν μια αφορμή να επέμβει. Η διαμαρτυρία των
Γάλλων ήταν πράγματι αδικαιολόγητη και φάνηκε με την απάντηση που έδωσε η
κυβέρνηση λίγους μήνες μετά στην αποστολή του Αξιώτη. Η Ελλάδα δεν είχε
καρό να περιμένει.
Η απελπισία ήταν τόση, ώστε ο Ανδρέας Ζαΐμης, όταν
είδε τον Κολοκοτρώνη να υπογράφει ως αρχηγός «όλων των κατά ξηράν ελληνικών
δυνάμεων», γύρισε και του είπε:
Για την αγάπη της πατρίδας σε υπογράφω και πρόεδρον των κατά ξηράν βουλευτηρίων αλλά
και αρχηγόν των κατά γην δυνάμεων».
Από τον τίτλο της ομιλίας μου που εκφωνήθηκε το 2011:
«Η Ελληνική
επανάσταση του 1821ανάμεσα σε ήρωες, σε δύο εμφυλίους πολέμους και στις
προστάτιδες δυνάμεις», θα κρατήσω αυτό που χρειαζόμαστε
όλοι μας,
μια Ελλάδα ανάμεσα στους σημερινούς καθημερινούς ήρωες που είναι ο λαός μας, αυτός που πάντα σήκωνε το λάβαρο της νίκης και έχουμε και σήμερα πολλούς ανάμεσά μας για να μας εμπνεύσουν.Όπως οδηγήθηκαν οι εφιάλτες στο χρονοντούλαπο της ιστορίας, έτσι και τα σημερινά αδιέξοδα θα τα προσπεράσουμε σαν λαός. Η ιστορία μας αλλά και οι σημερινές συγκυρίες μας καλούν όλους σε αφύπνιση, ομόνοια, και πίστη ότι θα τα καταφέρουμε.
ΠΗΓΗ :