Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2011

Η αποδυνάμωση των καλοκαιρινών Μουσώνων της Νότιας Ασίας επηρεάζει άμεσα την γεωργία και την οικονομία του μισού πληθυσμού του πλανήτη.


Οι μουσώνες είναι ισχυροί εποχικοί άνεμοι που δημιουργούνται κυρίως στον Ινδικό Ωκεανό και στη Ν. Σινική θάλασσα (ΝΑ. Ασία), καθώς και σε άλλες περιοχές της Γης. Το όνομα τους προέρχεται από την αραβική λέξη "μονσούν", που σημαίνει εποχικός.

Οι Μουσώνες ανάλογα της εποχής που πνέουν διακρίνονται σε χειμερινούς και σε θερινούς μουσώνες, που παρουσιάζουν αντίθετες μεταξύ τους φορές (διευθύνσεις). Κατά μεν τους χειμερινούς μήνες πνέουν από τις Ηπείρους προς τους Ωκεανούς, κατά δε τους θερινούς μήνες αντίστροφα, από τους Ωκεανούς προς τις Ηπείρους.

Οφείλονται κυρίως στη διαφορά της θερμοκρασίας αέρος και κατά συνέπεια, της ατμοσφαιρικής πίεσης που παρατηρείται μεταξύ των Ηπείρων και των Ωκεανών, τόσο το χειμώνα, όσο και το καλοκαίρι.

Οι μουσώνες που πνέουν από τον Ινδικό Ωκεανό προς την ασιατική ήπειρο, και το αντίστροφο, φέρνουν βροχές στη νότια και νοτιοανατολική Ασία.

Η κλιματική αλλαγή επιβραδύνει το βασικό ρεύμα κυκλοφορίας των ανέμων στον Ειρηνικό, μια μεταβολή που μπορεί με τη σειρά της να επιδεινώσει το φαινόμενο Ελ Νίνιο, να σταματήσει τους μουσώνες στη Νοτιοανατολική Ασία και να μειώσει τα ψάρια στη Νότιο Αμερική.

Το σύστημα ατμοσφαιρικής κυκλοφορίας του Ειρηνικού έχει επιβραδυνθεί κατά 3% από τα μέσα του 19ου αιώνα, και σε έναν αιώνα από σήμερα δεν αποκλείεται να έχει μειωθεί κατά ακόμα 10%.
Η πρόβλεψη αφορά την κυκλοφορία Ουόκερ, ένα μετεωρολογικό σύστημα που καλύπτει ολόκληρο τον Ειρηνικό σε έναν τεράστιο βρόχο από την ανατολή προς τη δύση: άνεμοι που μεταφέρουν υγρασία λόγω της εξάτμισης των τροπικών νερών κινούνται σε χαμηλό υψόμετρο από τον ανατολικό Ειρηνικό προς την ΝΑ Ασία, φέρνοντας βροχές. Στη συνέχεια ο ξηρός άνεμος ακολουθεί την αντίστροφη πορεία μερικά χιλιόμετρα πιο ψηλά στην ατμόσφαιρα.

Το φαινόμενο είναι εμφανές σε βαρομετρικά δεδομένα που καλύπτουν ενάμισι αιώνα και προβλέπονται επίσης από κλιματικά μοντέλα σε υπολογιστές. Η διατάραξη αποδίδεται στην επιδείνωση του φαινομένου του θερμοκηπίου και είναι πιθανό, σύμφωνα με τους ερευνητές, να αυξήσει τη συχνότητα ή την ένταση του Ελ Νίνιο, που κανονικά εκδηλώνεται κάθε πέντε με έξι χρόνια.

Το Ελ Νίνιο μειώνει τις τροπικές βροχές στη ΝΑ Ασία και αυξάνει τη βροχόπτωση στη δυτική Αμερική. Η επιδείνωση του φαινομένου, πέρα από τις κλιματικές επιπτώσεις, θα μπορούσε να μειώσει τους πληθυσμούς ψαριών έξω από τη Νότιο Αμερική, λόγω της μειωμένης ανάδευσης θρεπτικών συστατικών από το βυθό.

Όπως εξηγεί στη δημοσίευση η ομάδα του Γκάμπριελ Βέτσι της αμερικανικής Υπηρεσίας Ωκεανών και Ατμόσφαιρας (NOAA), η διαταραχή της κυκλοφορίας Ουόκερ οφείλεται στο γεγονός ότι η παγκόσμια θέρμανση αυξάνει το ρυθμό εξάτμισης στον ωκεανό περισσότερο από ό,τι αυξάνει τις βροχοπτώσεις. Αυτό οδηγεί σε συσσώρευση υδρατμών στο ατμοσφαιρικό κύκλωμα, και σταδιακά το φρενάρει.
Η νέα έρευνα που δημοσιεύεται στο περιοδικό  Science αναφέρει ότι  : Ο επιστημονικός έλεγχος των βροχοπτώσεων αποδεικνύει ότι και η χρήση κάθε μορφής “αερολυμάτων” συντελεί στην αποδυνάμωση των καλοκαιρινών Μουσώνων της Νότιας Ασίας με αποτέλεσμα την ευρύτερη κλιματική διαταραχή.

Οι παρατηρήσεις δείχνουν ότι η Νότια Ασία, υποβλήθηκε σε εκτεταμένη ξηρασία κατά τους καλοκαιρινούς μήνες στο δεύτερο ήμισυ του 20ου αιώνα, αλλά δεν είναι σαφές εάν η τάση αυτή οφείλεται σε φυσικές μεταβολές ή στις ανθρώπινες δραστηριότητες.

 Χρησιμοποιήθηκαν  μια σειρά πειραματικών κλιματικών μοντέλων για τη διερεύνηση της συμπεριφοράς των μουσώνων της Νότιας Ασίας σε φυσικές και ανθρωπογενείς πιέσεις. Διαπιστώθηκε ότι η παρατηρούμενη μείωση βροχοπτώσεων μπορεί να αποδοθεί κατά κύριο λόγο ότι επηρεάζεται από τις εκπομπές στην ατμόσφαιρα των κάθε μορφής αερολυμάτων.

Η ξήρανση είναι ένα ισχυρό αποτέλεσμα της επιβράδυνσης της κυκλοφορίας του τροπικού μεσημβρινού, η οποία αντισταθμίζει τις συσκευές αερολυμάτων που προκαλείται από την έλλειψη ενεργειακής ισορροπίας μεταξύ του βόρειου και νότιου ημισφαίριου.

Αυτά τα αποτελέσματα παρέχουν πειστικές αποδείξεις για το σημαντικό ρόλο των αερολυμάτων στη διαμόρφωση των περιφερειακών κλιματικών αλλαγών πάνω από τη Νότια Ασία.

Συσχέτιση της επίδρασης των ασιατικών μουσώνων στον πρόσφατο καλοκαιρινό ρωσικό καύσωνα.

Τα χωρίζουν χιλιάδες χιλιόμετρα, παρόλα αυτά, τα δυο φαινόμενα, οι ασιατικοί μουσώνες και ο ρωσικός καύσωνας, έχουν άμεση σχέση, ισχυρίζονται οι μετεωρολόγοι. 

Το φαινόμενο εξηγείται ως εξής: οι μουσώνες ανεβάζουν τον αέρα στα υψηλά στρώματα της ατμόσφαιρας. Αυτός ο αέρας συνήθως κατεβαίνει στη Μεσόγειο, προκαλώντας το γνωστό θερμό και ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζει την περιοχή. Φέτος όμως, ένα τμήμα του... λοξοδρόμησε και πήγε στη Ρωσία.
 «Δεν έχουμε κάνει ακόμα τις απαραίτητες μελέτες, όμως έχουμε δίκιο να υποπτευόμαστε ότι υπάρχει σχέση μεταξύ των δύο ακραίων καιρικών φαινομένων», λέει στο «Wired» ο Κέβιν Τρένμπερθ, υπεύθυνος της κλιματικής ανάλυσης στο Εθνικό Κέντρο Ατμοσφαιρικών Ερευνών των ΗΠΑ.
 Ο ρωσικός καύσωνας επιμένει από τα τέλη Ιουνίου με θερμοκρασίες που ξεπερνούν το μέσο όρο της εποχής κατά 8 ως 13 βαθμούς Κελσίου. Μόνο στη Μόσχα, οι θάνατοι καθημερινά ξεπερνούν τους 700, καθώς ο ρωσικός λαός δεν είναι συνηθισμένος σε τόσο υψηλές θερμοκρασίες.
 Και το κακό δεν σταματάει εδώ: ο καύσωνας απειλεί τις καλλιέργειες σιτηρών και προκαλεί την άνοδο της τιμής τους παγκοσμίως.

 Σύμφωνα με τον Τζεφ Μάστερς από το «Weather Underground», «πρόκειται για ένα από τα πιο απίστευτα καιρικά φαινόμενα που έχουν εμφανιστεί τον τελευταίο αιώνα», ενώ οι Ρώσοι μετεωρολόγοι κάνουν λόγο για το μεγαλύτερο καύσωνα της χιλιετίας.

 Καύσωνας στη Ρωσία, πλημμύρες στη νότια Ασία

 Στο μεταξύ, στη νότια Ασία και την Κίνα, οι εποχικοί μουσώνες είναι τόσο έντονοι, που έχουν προκαλέσει τις χειρότερες πλημμύρες των τελευταίων 80 ετών, ειδικά στο Πακιστάν, όπου έχουν πνιγεί 1.600 άτομα και δύο εκατομμύρια είναι άστεγοι.

 «Τα δύο φαινόμενα σχετίζονται μεταξύ τους σε πολύ μεγάλη κλίμακα μέσω αυτού που αποκαλούμε κυκλοφορία των μουσώνων», λέει ο Τρένμπερθ. «Ο μουσώνας τρέφεται από τον υγρό αέρα που κατευθύνεται στις ακτές, κι έτσι προκαλούνται οι έντονες βροχοπτώσεις. Αυτό προκαλεί την άνοδο του αέρα, ο οποίος ταξιδεύει βόρεια και κατεβαίνει πιο χαμηλά στην ατμόσφαιρα».
 Οι μουσώνες γίνονται πιο ισχυροί λόγω των υψηλότερων από τις κανονικές θερμοκρασίες μέσα και πάνω από τον Ινδικό Ωκεανό. "Επειδή η θερμοκρασία είναι κατά ένα βαθμό Κελσίου υψηλότερη σε σχέση με τον 20ο αιώνα, ο αέρας κατακρατεί 8% περισσότερο νερό. Στις υψηλότερες θερμοκρασίες, ο αέρας επίσης γίνεται ελαφρύτερος και δίνει τροφή στις καταιγίδες", εξηγεί ο Τρένμπερθ.
 «Ο αέρας ανεβαίνει πιο γρήγορα και απορροφά ακόμα περισσότερο αέρα από την ατμόσφαιρα. Κατευθύνει την υγρασία προς την ξηρά και αυτό το το 8% μεταφράζεται σε 16% περισσότερες βροχοπτώσεις».

Η σχέση των δυο φαινομένων

Σύμφωνα με ιστορικά μετεωρολογικά αρχεία, ο καιρός στα μεσαία γεωγραφικά πλάτη του βορείου ημισφαιρίου σχετίζεται με τους καλοκαιρινούς μουσώνες της Ινδίας.

Έτσι, ο καύσωνας της Ρωσίας επηρεάζεται από τους μουσώνες της Ασίας και εντείνεται από την άνοδο της θερμοκρασίας στον Αρκτικό Κύκλο. Εκεί, το στρώμα πάγου που καλύπτει τη θάλασσα βρίσκεται πλέον στα χαμηλότερα επίπεδα από τότε που άρχισαν να γίνονται μετρήσεις.

«Οι έντονες βροχοπτώσεις σε ένα μέρος του πλανήτη επηρεάζουν τον καιρό σε άλλο του σημείο δημιουργώντας θερμά ρεύματα που ταξιδεύουν μεγάλες αποστάσεις στα ψηλά στρώματα της ατμόσφαιρας», προσθέτει ο Αμερικανός μετεωρολόγος.

Σύμφωνα με αμερικανική έρευνα, τον επόμενο αιώνα η έναρξη των καλοκαιρινών μουσώνων μπορεί να καθυστερήσει από πέντε έως δεκαπέντε μέρες ενώ οι βροχοπτώσεις αναμένεται να μειωθούν σημαντικά στο μεγαλύτερο μέρος της νότιας Ασίας εξαιτίας της υπερθέρμανσης.

Η μεγάλη άνοδος της θερμοκρασίας θα μετακινήσει τους μουσώνες στα ανατολικά, σύμφωνα με την έρευνα, η οποία δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση Geophysical Research Letters. Αυτό σημαίνει ότι οι βροχές θα είναι λίγες στο Πακιστάν, την Ινδία και το Νεπάλ, αλλά ιδιαίτερα έντονες στον Ινδικό ωκεανό, το Μπαγκλαντές και τη Μιανμάρ.

Η κατάσταση αυτή θα επηρεάσει άμεσα την γεωργία και φυσικά την οικονομία των περιοχών αυτών. «Σχεδόν ο μισός πληθυσμός του πλανήτη ζει σε περιοχές που πλήττονται από αυτούς τους μουσώνες και ακόμη και η μικρότερη αλλαγή της συνήθους πορείας τους μπορεί να έχει τεράστιες συνέπειες», δήλωσε ένας από τους συγγραφείς της μελέτης, ο Νόα Ντιφένμπο από το Κέντρο Κλιματολογικών Ερευνών του Πανεπιστημίου Παρντιού.