Το 1974, επέστρεψε στην Ελλάδα μετά την πτώση της δικτατορίας και ξανάρχισε την εργασία του στο πανεπιστήμιο.
Είναι γνωστή η φράση του
όταν ξανάρχισε τις παραδόσεις στους φοιτητές του "κύριοι και τώρα συνεχίζουμε από εκεί που μας σταμάτησαν", με τους φοιτητές του να τον χειροκροτούν όρθιοι επί ώρα.
Απεβίωσε, σε ηλικία 89 χρόνων, στο νοσοκομείο "Ευαγγελισμός", μία εμβληματική φυσιογνωμία στο χώρο της Πολιτικής και της Παιδείας στη χώρα μας, ο καθηγητής και πρώην υπουργός Γεώργιος Αλέξανδρος Μαγκάκης.
Γεννήθηκε στην Αθήνα τον Ιούνιο του 1922. Ήταν γιος του βουλευτή Κυκλάδων Αντώνη Μαγκάκη και σύζυγος της Αγγελικής, κόρης του πρώην πρωθυπουργού Στυλιανού Γονατά.
Φοίτησε στη Νομική Σχολή Αθηνών την περίοδο 1940-46. Στη συνέχεια υπηρέτησε στο Πολεμικό Ναυτικό μέχρι το 1950 και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο πανεπιστήμιο του Μονάχου, όπου το 1953, αναγορεύθηκε διδάκτωρ του Ποινικού Δικαίου. Το 1955, έγινε υφηγητής του Ποινικού Δικαίου στην Αθήνα και τέσσερα χρόνια αργότερα εντεταλμένος.
Παράλληλα με την πανεπιστημιακή καριέρα άσκησε το δικηγορικό επάγγελμα σε ποινικές δίκες ιδιαίτερα την περίοδο του ''Ανένδοτου Αγώνα'' όταν υπερασπίστηκε φοιτητές, εργάτες και άλλους πολιτικά διωκόμενους.
Το διάστημα 1962-1963, δίδαξε στο πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ της Γερμανίας ως επισκέπτης καθηγητής, ενώ το 1968, εξελέγη παμψηφεί έκτακτος καθηγητής του Ποινικού Δικαίου στη Νομική Σχολή Αθηνών, όμως η δικτατορία όχι μόνον δεν ενέκρινε τον διορισμό του αλλά τον Φεβρουάριο του 1969 τον απομάκρυνε οριστικά και από τη θέση του υφηγητή.
Οι παραδόσεις του στη Νομική Σχολή κατά τη διάρκεια της δικτατορίας των συνταγματαρχών και ιδιαίτερα η αποχαιρετιστήρια παράδοσή του, η οποία αποτέλεσε δημόσια αντιδικτατορική εκδήλωση τον οδήγησαν για πρώτη φορά στην Ασφάλεια της οδού Μπουμπουλίνας.
Λίγους μήνες αργότερα, τον Ιούλιο του 1969, συνελήφθη για αντιδικτατορική δράση. Έμεινε περίπου πέντε μήνες σε απομόνωση και υπέστη βασανισμούς, ενώ τον Απρίλιο του 1970, καταδικάστηκε από το έκτακτο στρατοδικείο της Αθήνας στη δίκη της ''Δημοκρατικής Άμυνας'' σε κάθειρξη 18 ετών.
Φυλακίστηκε για τρία περίπου χρόνια σε διάφορες φυλακές (Αβέρωφ, Επταπύργιο, Κορυδαλλός, Τρίκαλα) όπου έγραψε αντιστασιακά κείμενα καταγγέλλοντας το καθεστώς της δικτατορίας. Ένα από τα κείμενα αυτά, το ''Γράμμα από τη φυλακή'' δημοσιεύτηκε εκτενώς από τα μέσα ενημέρωσης του εξωτερικού και ένα άλλο με τίτλο ''Η Ελλάδα μου'' συμπεριλήφθηκε στην αντιστασιακή έκδοση ''Νέα Κείμενα'' που κυκλοφόρησε στην Αθήνα το 1971.
Το 1972, ενώ ήταν έγκλειστος στις φυλακές το πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης τον εξέλεξε τακτικό καθηγητή του Ποινικού Δικαίου και της Φιλοσοφίας του Δικαίου. Τον Απρίλιο του ίδιου χρόνου, αποφυλακίστηκε για λόγους υγείας και διέφυγε στη Χαϊδελβέργη, όπου δίδασκε Ποινικό Δίκαιο και ταυτόχρονα συνέχιζε τον αντιδικτατορικό αγώνα.
Το 1974, επέστρεψε στην Ελλάδα μετά την πτώση της δικτατορίας, μετείχε στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, πρώτη μεταπολιτευτική κυβέρνηση, ως υπουργός Δημοσίων Έργων και ξανάρχισε την εργασία του στο πανεπιστήμιο. Είναι γνωστή η φράση του όταν ξανάρχισε τις παραδόσεις στους φοιτητές του "κύριοι και τώρα συνεχίζουμε από εκεί που μας σταμάτησαν", με τους φοιτητές του να τον χειροκροτούν όρθιοι επί ώρα.
Την ίδια χρονιά, εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής Β' Αθήνας με το ψηφοδέλτιο της Ένωσης Κέντρου - Δυνάμεις.
Τον Σεπτέμβριο του 1976, συμμετείχε στην ίδρυση της ''Σοσιαλιστικής Πρωτοβουλίας'', ενώ το 1978, με εισήγησή του η ''Σοσιαλιστική Πρωτοβουλία" τερμάτισε τη δράση της και συσπειρώθηκε με τις δυνάμεις του ΠΑΣΟΚ.
Το 1980, εντάχθηκε στο ΠΑΣΟΚ και το 1981 ανέλαβε διοικητής της Εθνικής Τράπεζας, θέση στην οποία παρέμεινε για ένα χρόνο, έως το 1982 οπότε ανέλαβε υπουργός Δικαιοσύνης.
Στις 13 Μαρτίου 1989, απείχε από την ψηφοφορία της πρότασης δυσπιστίας που είχε υποβάλει η ΝΔ κατά της κυβέρνησης με αποτέλεσμα, ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Ανδρέας Παπανδρέου και τα μέλη του Εκτελεστικού Γραφείου να εισηγηθούν τη διαγραφή του, η οποία επικυρώθηκε την επομένη ημέρα από το Πειθαρχικό Συμβούλιο.
Στις 5 Οκτωβρίου 1989, επανεντάχθηκε στο ΠΑΣΟΚ, συμμετέχοντας στη σύνθεση του νέου οργάνου που συγκροτήθηκε με τίτλο Πολιτικό Συμβούλιο, για τη δημοκρατική συμπαράταξη ενόψει των εκλογών του Νοεμβρίου. Το 1990, ίδρυσε μαζί με άλλους νομικούς την οργάνωση ''Δημοκρατική Ευθύνη Νομικών'' για την προστασία των ατομικών ελευθεριών και των δημοκρατικών θεσμών και εξελέγη πρόεδρός της.
Στις 24 Σεπτεμβρίου 1990, στο 2ο Συνέδριο του ΠΑΣΟΚ, εξελέγη μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος.
Στις 5 Απριλίου 1992, εξελέγη βουλευτής στη Β' εκλογική περιφέρεια Αθηνών, καταλαμβάνοντας την έδρα η οποία είχε εκκενωθεί μετά την έκπτωση του Δ. Τσοβόλα από το βουλευτικό αξίωμα.
Στις 17 Απριλίου 1994, στο 3ο Συνέδριο του ΠΑΣΟΚ, επανεξελέγη μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος.
Υπήρξε αντιπρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου για τη διεκδίκηση των οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα, ενώ το 1996, ανέλαβε πρόεδρος της ''Ενωμένης Εθνικής Αντίστασης'', που είχε ιδρυθεί το 1974, από όλες τις αντιστασιακές οργανώσεις.
Το 1979, εξέδωσε το σύγγραμμα ''Διάγραμμα Ποινικού Δικαίου'' και το 1997, δημοσίευσε το βιβλίο ''Ίχνη του χτες με το βλέμμα στο αύριο''.
Γεννήθηκε στην Αθήνα τον Ιούνιο του 1922. Ήταν γιος του βουλευτή Κυκλάδων Αντώνη Μαγκάκη και σύζυγος της Αγγελικής, κόρης του πρώην πρωθυπουργού Στυλιανού Γονατά.
Φοίτησε στη Νομική Σχολή Αθηνών την περίοδο 1940-46. Στη συνέχεια υπηρέτησε στο Πολεμικό Ναυτικό μέχρι το 1950 και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο πανεπιστήμιο του Μονάχου, όπου το 1953, αναγορεύθηκε διδάκτωρ του Ποινικού Δικαίου. Το 1955, έγινε υφηγητής του Ποινικού Δικαίου στην Αθήνα και τέσσερα χρόνια αργότερα εντεταλμένος.
Παράλληλα με την πανεπιστημιακή καριέρα άσκησε το δικηγορικό επάγγελμα σε ποινικές δίκες ιδιαίτερα την περίοδο του ''Ανένδοτου Αγώνα'' όταν υπερασπίστηκε φοιτητές, εργάτες και άλλους πολιτικά διωκόμενους.
Το διάστημα 1962-1963, δίδαξε στο πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ της Γερμανίας ως επισκέπτης καθηγητής, ενώ το 1968, εξελέγη παμψηφεί έκτακτος καθηγητής του Ποινικού Δικαίου στη Νομική Σχολή Αθηνών, όμως η δικτατορία όχι μόνον δεν ενέκρινε τον διορισμό του αλλά τον Φεβρουάριο του 1969 τον απομάκρυνε οριστικά και από τη θέση του υφηγητή.
Οι παραδόσεις του στη Νομική Σχολή κατά τη διάρκεια της δικτατορίας των συνταγματαρχών και ιδιαίτερα η αποχαιρετιστήρια παράδοσή του, η οποία αποτέλεσε δημόσια αντιδικτατορική εκδήλωση τον οδήγησαν για πρώτη φορά στην Ασφάλεια της οδού Μπουμπουλίνας.
Λίγους μήνες αργότερα, τον Ιούλιο του 1969, συνελήφθη για αντιδικτατορική δράση. Έμεινε περίπου πέντε μήνες σε απομόνωση και υπέστη βασανισμούς, ενώ τον Απρίλιο του 1970, καταδικάστηκε από το έκτακτο στρατοδικείο της Αθήνας στη δίκη της ''Δημοκρατικής Άμυνας'' σε κάθειρξη 18 ετών.
Φυλακίστηκε για τρία περίπου χρόνια σε διάφορες φυλακές (Αβέρωφ, Επταπύργιο, Κορυδαλλός, Τρίκαλα) όπου έγραψε αντιστασιακά κείμενα καταγγέλλοντας το καθεστώς της δικτατορίας. Ένα από τα κείμενα αυτά, το ''Γράμμα από τη φυλακή'' δημοσιεύτηκε εκτενώς από τα μέσα ενημέρωσης του εξωτερικού και ένα άλλο με τίτλο ''Η Ελλάδα μου'' συμπεριλήφθηκε στην αντιστασιακή έκδοση ''Νέα Κείμενα'' που κυκλοφόρησε στην Αθήνα το 1971.
Το 1972, ενώ ήταν έγκλειστος στις φυλακές το πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης τον εξέλεξε τακτικό καθηγητή του Ποινικού Δικαίου και της Φιλοσοφίας του Δικαίου. Τον Απρίλιο του ίδιου χρόνου, αποφυλακίστηκε για λόγους υγείας και διέφυγε στη Χαϊδελβέργη, όπου δίδασκε Ποινικό Δίκαιο και ταυτόχρονα συνέχιζε τον αντιδικτατορικό αγώνα.
Το 1974, επέστρεψε στην Ελλάδα μετά την πτώση της δικτατορίας, μετείχε στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, πρώτη μεταπολιτευτική κυβέρνηση, ως υπουργός Δημοσίων Έργων και ξανάρχισε την εργασία του στο πανεπιστήμιο. Είναι γνωστή η φράση του όταν ξανάρχισε τις παραδόσεις στους φοιτητές του "κύριοι και τώρα συνεχίζουμε από εκεί που μας σταμάτησαν", με τους φοιτητές του να τον χειροκροτούν όρθιοι επί ώρα.
Την ίδια χρονιά, εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής Β' Αθήνας με το ψηφοδέλτιο της Ένωσης Κέντρου - Δυνάμεις.
Τον Σεπτέμβριο του 1976, συμμετείχε στην ίδρυση της ''Σοσιαλιστικής Πρωτοβουλίας'', ενώ το 1978, με εισήγησή του η ''Σοσιαλιστική Πρωτοβουλία" τερμάτισε τη δράση της και συσπειρώθηκε με τις δυνάμεις του ΠΑΣΟΚ.
Το 1980, εντάχθηκε στο ΠΑΣΟΚ και το 1981 ανέλαβε διοικητής της Εθνικής Τράπεζας, θέση στην οποία παρέμεινε για ένα χρόνο, έως το 1982 οπότε ανέλαβε υπουργός Δικαιοσύνης.
Στις 13 Μαρτίου 1989, απείχε από την ψηφοφορία της πρότασης δυσπιστίας που είχε υποβάλει η ΝΔ κατά της κυβέρνησης με αποτέλεσμα, ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Ανδρέας Παπανδρέου και τα μέλη του Εκτελεστικού Γραφείου να εισηγηθούν τη διαγραφή του, η οποία επικυρώθηκε την επομένη ημέρα από το Πειθαρχικό Συμβούλιο.
Στις 5 Οκτωβρίου 1989, επανεντάχθηκε στο ΠΑΣΟΚ, συμμετέχοντας στη σύνθεση του νέου οργάνου που συγκροτήθηκε με τίτλο Πολιτικό Συμβούλιο, για τη δημοκρατική συμπαράταξη ενόψει των εκλογών του Νοεμβρίου. Το 1990, ίδρυσε μαζί με άλλους νομικούς την οργάνωση ''Δημοκρατική Ευθύνη Νομικών'' για την προστασία των ατομικών ελευθεριών και των δημοκρατικών θεσμών και εξελέγη πρόεδρός της.
Στις 24 Σεπτεμβρίου 1990, στο 2ο Συνέδριο του ΠΑΣΟΚ, εξελέγη μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος.
Στις 5 Απριλίου 1992, εξελέγη βουλευτής στη Β' εκλογική περιφέρεια Αθηνών, καταλαμβάνοντας την έδρα η οποία είχε εκκενωθεί μετά την έκπτωση του Δ. Τσοβόλα από το βουλευτικό αξίωμα.
Στις 17 Απριλίου 1994, στο 3ο Συνέδριο του ΠΑΣΟΚ, επανεξελέγη μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος.
Υπήρξε αντιπρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου για τη διεκδίκηση των οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα, ενώ το 1996, ανέλαβε πρόεδρος της ''Ενωμένης Εθνικής Αντίστασης'', που είχε ιδρυθεί το 1974, από όλες τις αντιστασιακές οργανώσεις.
Το 1979, εξέδωσε το σύγγραμμα ''Διάγραμμα Ποινικού Δικαίου'' και το 1997, δημοσίευσε το βιβλίο ''Ίχνη του χτες με το βλέμμα στο αύριο''.