Κυριακή 11 Αυγούστου 2013

Παλιά, η παραθέριση. Αναμνήσεις από αλλοτινά καλοκαίρια σε ένα νοσταλγικό ταξίδι στο χρόνο

 

Εξι άνθρωποι της «Ε» θυμούνται κάποια άλλα καλοκαίρια και γράφουν για διακοπές σε εποχές που μπορεί να πέρασαν ανεπιστρεπτί, αλλά οι μνήμες τους δεν έχουν ξεθωριάσει στο πέρασμα του χρόνου. Τήλος, Κως, Χανιά, Καϊάφας, παράλια Αττικής, Λισαβόνα, μπλέκονται σ' ένα νοσταλγικό ταξίδι 







Στα Χανιά που χάθηκαν
 

Το σπίτι που νοικιάζαμε, μια παλιά, σχεδόν ετοιμόρροπη μονοκατοικία, στη συνοικία Μπόλαρη στα Χανιά, ήταν δίπλα στη θάλασσα. Τη βλέπαμε, αλλά δεν κολυμπούσαμε, αφού λίγο πιο πέρα ήταν ένα βυρσοδεψείο, με αποτέλεσμα να υπάρχει στην ακτή μία πινακίδα που έγραφε: «Απαγορεύεται η κολύμβησις».

Ετσι, πηγαίναμε στη θάλασσα με το λεωφορείο. Καμιά δεκαριά χιλιόμετρα έξω από την πόλη κατεβαίναμε στη στάση «Γλάρος» και περπατώντας λίγα λεπτά βρισκόμασταν σε μία παραλία όπου υπήρχε ένα καφενεδάκι, με έναν γεράκο που σέρβιρε μόνο καφέ, μπίρα, αναψυκτικά και φέτα! Εμείς, όμως, προτιμούσαμε τον άλλο γεράκο που διέσχιζε την αμμουδιά με το γαϊδαράκο του και πουλούσε ζεστά καλαμπόκια.

Δεξιά κι αριστερά ήταν οι πολύβουες παραλίες, αλλά η μαμά δεν τις προτίμησε ποτέ. Κι αργότερα, πάλι σε μία αντίστοιχη παραλία πηγαίναμε.

Μόνο που ήταν λίγο πιο μακριά και αναβαθμισμένη, αφού είχε ταβερνούλα...

Οταν έπειτα από χρόνια ξαναβρεθήκαμε στα ίδια μέρη, όχι μόνο δεν τα αναγνωρίσαμε, αλλά ούτε το μέρος όπου κολυμπούσαμε δεν μπορέσαμε να βρούμε, από την ανοικοδόμηση πάνω στην άμμο!

Ετσι είναι. Οι εποχές αλλάζουν και μαζί τους αλλάζουν και τα τοπία. Μόνο οι μνήμες μένουν αναλλοίωτες.

Η γεύση, όμως, από εκείνα τα καλαμπόκια ποτέ δεν ήταν η ίδια, όσες φορές κι αν ξαναφάγαμε...  
ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΖΕΔΑΚΙΣ
 

Οικογενειακώς στην Κω
 

Του έλεγα πως θα τον κρατώ πάντα από το χέρι.

«Ακόμα κι όταν μεγαλώσεις;», με ρωτούσε, κι εγώ του απαντούσα καταφατικά. Είναι το χέρι που περισσότερο απ' όλα μου έχει λείψει στη ζωή, το χέρι του πατέρα μου.

Τον κρατούσα από το χέρι και πάνω στα τείχη στην Κω, όταν από μακριά χαιρετούσαμε το φωτογράφο. Η δεκαετία του '60 μόλις είχε μπει κι εμείς φεύγαμε κάθε χρόνο, τουλάχιστον επί τρία καλοκαίρια, για το νησί, πάντα με το «Μιαούλης», δείγμα πλοίου σε σχέση με τα σημερινά. Μας έπαιρναν λάντζες τότε για να αποβιβαστούμε, νοικιάζαμε ένα σπίτι μεσοτοιχία με τον αρχαιολογικό χώρο, τον οποίο μια νύχτα διασχίσαμε με τον ξάδελφό μου Θανάση, για να πάμε να κρυφοκοιτάξουμε τους γονείς μας να χορεύουν στο «Ακταίον». Χόρευαν τανγκό. Ετσι το τονίζαμε τότε.

Υπήρχαν ακόμα μωαμεθανοί στο νησί και το βράδυ από το τζαμί της κεντρικής πλατείας ο μουεζίνης έλεγε την προσευχή. Μέχρι που το έκοψε λόγω καζούρας. Περνούσαμε ώρες στη θάλασσα, κάναμε ατελείωτες βόλτες με τα ποδήλατα και κάθε μεσημέρι η εντολή ήταν: «Οι δυο μεγάλοι να στρώσουν το τραπέζι» ή «οι δυο μικροί να στρώσουν το τραπέζι». Οι δυο μεγάλοι ήμασταν ο ξάδελφος Βασίλης και εγώ. Οι δυο μικροί ήμασταν εγώ και ο ξάδελφος Θανάσης. Μέχρι που πήρα είδηση το δούλεμα. Τέλος Αυγούστου επιστρέφαμε στην Αθήνα, άψιλοι οι γονείς μου, υπήρχε πάντα η γιαγιά Αλεξάνδρα να τους τροφοδοτήσει, μέχρι τον επόμενο μισθό του πατέρα. Ζουν ακόμα όλοι τους, όσο θα ζω εγώ να τους θυμάμαι.  
ΧΡΗΣΤΟΣ ΣΙΑΦΚΟΣ
 

Γλυκόπικρες μνήμες
 

Διακοπές, μια λέξη που μάλλον αμηχανία μού φέρνει ακόμα και σήμερα. Από τι να διακόψω;

Από παιδί, θυμάμαι, ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί γίνεται τόσος ντόρος για κάτι που κρατάει τόσο λίγο και αν ο χρόνος των διακοπών είναι τόσο σημαντικός γιατί δεν κατάφερα έως σήμερα να τον αντιστρέψω;

Στα χρόνια του σχολειού, παλιά, οι διακοπές άρχιζαν με το πρώτο παγωτό την 25η Μαρτίου, την επομένη και η πρώτη κοπάνα της χρονιάς. Μέσα σε 2 εβδομάδες είχαμε ετοιμάσει το «καταφύγιο», από καλάμια δίπλα στο κύμα, και κολυμπούσαμε με τα δελφίνια για παρέα στα ανοιχτά του Καϊάφα. Οσο το καλοκαίρι πλησίαζε τόσο ο κόσμος αυξανόταν και εμείς μεταφερόμασταν όλο και πιο πέρα, προς το ποτάμι.

Νωρίς το πρωί ξεκινούσαμε για το σχολείο, τα «ματάκια» έδιναν και έπαιρναν, καβαλούσαμε τα ποδήλατα και πιάναμε την κατηφόρα δίπλα στον ρούκουλα να βγούμε πίσω από τα σφαγεία, μετά στη διασταύρωση στο μεγάλο πλάτανο και από εκεί στο Γυμνάσιο. Μόνο που εμείς δεν στρίβαμε να μπούμε στο προαύλιο, τραβούσαμε ευθεία για την παραλία. Ολο το άγχος ήταν να μην πέσω πάνω στον πατέρα μου, που εκείνη την ώρα συνήθως γυρνούσε από το ψάρεμα.

Ποτέ δεν συναντηθήκαμε, ούτε στη διαδρομή ούτε στη ζωή... Εκείνος «έφυγε», ο Καϊάφας κάηκε και εγώ δεν ξαναγύρισα ποτέ εκεί που πάντα θα έχω να θυμάμαι. ΣΠΥΡΟΣ ΤΣΑΚΙΡΗΣ
 

Κολεκτίβα στην Τήλο
 

Καλοκαίρι του 1985. Την ιδέα την είχε ρίξει ο Μιχάλης. Θα πάμε στην Τήλο, να φτιάξουμε μία καλοκαιρινή κολεκτίβα! Βασισμένη στις αναρχικές αρχές! Είχε μόλις τελειώσει το «Χαμένο νησί» του Καραγάτση και είχε επηρεαστεί πολύ. Μας έπεισε.

Φτάσαμε μέσω Ρόδου. Τέσσερις άντρες και μία κοπέλα. Ημασταν η εμπροσθοφυλακή. Σε δύο εβδομάδες θα έρχονταν και οι υπόλοιποι, άλλοι τρεις άντρες και τρεις κοπέλες. Μοιράσαμε τις υποχρεώσεις του καθενός. Εγώ θα αναλάμβανα τις κατασκευές -να φτιάξω ίσκιους και διάφορα άλλα χρηστικά-, η Αντωνία το μαγείρεμα (πολύ... αναρχικός καταμερισμός), ο Πάνος το ψάρεμα, ο Μιχάλης το κυνήγι (!) -πιστεύαμε πως θα μπορούσαμε να πιάσουμε, να σφάξουμε, να γδάρουμε και να μαγειρέψουμε κάποια από τα περίφημα αγριοκάτσικα της Τήλου- και ο τέταρτος δεν θυμάμαι. Καταλήξαμε να πηγαίνουμε με τα πόδια κάθε τρεις μέρες σε έναν κοντινό οικισμό -αρκετά χιλιόμετρα μακριά- να παίρνουμε φακές και ρύζι. Είχαμε προνοήσει να πάρουμε και μία κατσαρόλα και ψήναμε φακές και ρύζι στη θράκα! Και τα βράδια, ατελείωτες συζητήσεις. Πολιτικές, ιδεολογικές, επαναστατικές... Και τσακωμοί, αν θα έπρεπε η κολεκτίβα μας να είναι αναρχική ή αναρχοκομμουνιστική! Θυμάμαι πως ήμουν με την πρώτη άποψη, αλλά ειλικρινά δεν θυμάμαι κανένα από τα επιχειρήματά μου. Το τελευταίο μας βράδυ -το δωδέκατο- οι κουβέντες που ειπώθηκαν ήταν χωρίς γυρισμό. Δεν τα βρίσκαμε με τίποτα. Είχα φύγει από την Αθήνα 70 κιλά. Επέστρεψα 59. Αξυρισιά κι εξάντληση.

Δεν ξαναμίλησα με κανέναν. Από μία τυχαία συνάντηση μερικά χρόνια αργότερα, στην Πανεπιστημίου με τον Πάνο, έμαθα πως κανένας δεν ξαναμίλησε με κανέναν. Επιστρέψαμε στην Αθήνα και χαθήκαμε για πάντα.  
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΙΩΑΝΝΟΥ
 

Παλιά, η παραθέριση
 

Παλιά, τις διακοπές του καλοκαιριού τις λέγαμε «παραθέριση». Προνόμιο λίγων στην αρχή, τουλάχιστον στα χωριά τα δικά μας, επεκτάθηκε στη συνέχεια, για να προσλάβει σχεδόν καθολικές διαστάσεις τη δεκαετία του '80, εκεί κατά τα τέλη της. Η θάλασσα δεν ήταν προτεραιότητα. Οι περισσότεροι προτιμούσαν το βουνό. Ελατα και κρυσταλλένια νερά, ό,τι πρέπει για τις άμυνες του οργανισμού εν όψει του χειμώνα. Τα θαλάσσια μπάνια -ένα είδος διακοπών και αυτό- γίνονταν με λεωφορεία που περνούσαν από τα χωριά και μετέφεραν τον κόσμο στο Αιτωλικό, στο Μεσολόγγι ή στην Αμφιλοχία, προτού χλομιάσει από τα φάρμακα και τα λύματα ο Αμβρακικός. Οι προνομιούχοι, βέβαια, νοίκιαζαν σπίτια σε παραθαλάσσιες τοποθεσίες ή, αργότερα, αγόραζαν εξοχικά για να περνούν το καλοκαίρι τους. Οταν έγιναν μόδα τα νησιά -και αργότερα οι διακοπές στο εξωτερικό-, όλα τούτα μπήκαν στο περιθώριο. Οι διακοπές ήταν κοινός τόπος και η λέξη «παραθέριση» σχεδόν βρήκε θέση στο αρχείο... Τώρα, με την εφιαλτική οικονομική κρίση, μία άλλη φράση μπαίνει σιγά σιγά στην άκρη. «Τα μπάνια του λαού»... Το αναφαίρετο δικαίωμα για λίγη ξεκούραση δίπλα στη θάλασσα δίνει βαθμηδόν τη θέση του σε τριήμερες αποδράσεις και σε λιτά δεκαήμερα στο χωριό ή σε σπίτια φίλων και συγγενών. Τα κεφάλια μέσα, λοιπόν. Οι παλιοί να διατηρούν ζωηρή την ανάμνηση των διακοπών και των ταξιδιών στους δρόμους του θέρους, και οι νεότεροι ό,τι προλάβουν, προτού η εξοντωτική εποχή εντάξει την ανάγκη για λίγη ανάσα στον κατάλογο των απαγορευμένων απολαύσεων.

ΥΓ. Στη φωτογραφία, πόζα δίπλα στο άγαλμα του Πεσόα, πριν από χρόνια, στην αγαπημένη Λισαβόνα. Ο,τι πέρασε πέρασε, καλά... 
ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΡΙΑΝΤΗΣ


Τάπερ στην Αμμο
 

Το καλοκαίρι του 1966 κάτσαμε στην Αθήνα και δεν πήγαμε, όπως συνηθίζαμε, στο πατρικό της μάνας μου στην Ηπειρο -εφτά ώρες λεωφορείο, και μετά με το γάιδαρο μέχρι το σχεδόν έρημο χωριό. Μείναμε εδώ, και οργώσαμε τις κοντινές παραλίες: Αυλάκι, Λούτσα, Αγιο Ανδρέα. Και φυσικά στην πλαζ της Βουλιαγμένης, τα Σάββατα, που δεν δούλευε ο πατέρας μου. Κόστιζε, αλλά ήταν χλιδή. Αλλαζες σε καμπίνα και μετά άνοιγες ένα παραθυράκι, ερχόταν η υπάλληλος, έπαιρνε τα ρούχα σου, και σου 'δινε ένα μεταλλικό κλιπ με τον αριθμό σου, που το 'πιανες στο μαγιό. Είχε και χοτ ντογκ! Ομως σπανίως μού έπαιρναν, λόγω οικονομίας, αλλά δεν με πείραζε και τόσο, γιατί ήμασταν εφοδιασμένοι με τα τάπερ μας. Κεφτεδάκια, βραστά αβγά, ντομάτες και ψωμί. Υστερα από ένα πολύωρο πλατσούρισμα, δεν υπήρχε τίποτα νοστιμότερο από κάμποσα ελαφρώς σουφρωμένα κεφτεδάκια και μια ντομάτα, αληθινή, με τη γεύση και το άρωμα ντομάτας, κι όχι ένα ορμονούχο υβρίδιο με διαστάσεις και γεύση μπάλας του μπάσκετ. Φορούσα, λοιπόν, το αγαπημένο στραπατσαρισμένο καπελάκι μου, ρουφούσα τα ζουμιά της ντομάτας και ήμουν ευτυχής -το καλοκαίρι ήταν απέραντο σαν τον ουρανό, όλοι οι δικοί μου ζούσαν και ήταν καλά, κι αρκούσε ο μισθός του εργάτη πατέρα μου για να την περνάμε φίνα. Πόσα άλλαξαν από τότε.
 ΠΑΥΛΟΣ ΜΕΘΕΝΙΤΗΣ