Παρασκευή 12 Ιουνίου 2015

Διατλαντική Εταιρική Συνεργασία για το Εμπόριο και τις Επενδύσεις. Ελεύθερο εμπόριο ή λυσσαλέος ανταγωνισμός;

Αν περάσουν μέσα στην Ε.Ε. οι νομοθετικές ρυθμίσεις περί δήθεν προστασίας των εταιρειών που θίγονται από συμβάσεις, τότε το μέγεθος των οικονομικών καταρρεύσεων θα είναι ασύλληπτο. Είμαστε μπροστά στον συνδικαλισμό της νέας εποχής που τίποτα δεν έχει σχέση με οτιδήποτε προηγούμενο.

Τι είναι τελικά η περίφημη Διατλαντική Εταιρική Συνεργασία για το Εμπόριο και τις Επενδύσεις (Transatlantic Trade and Investment Partnership - TTIP) μεταξύ των ΗΠΑ και της ΕΕ; Η  κορύφωση της παγκοσμιοποίησης και της πλήρους απελευθέρωσης του εμπορίου, που θα δώσει πνοή στην ανάπτυξη, ή μία «δαιμόνια» αμερικάνικη απειλή κατά της Ευρώπης, που θα επικυρώσει την κηδεμονία των ΗΠΑ πέραν του Ατλαντικού;
 
Η αλήθεια είναι ότι δεν πρόκειται για τίποτα από τα δύο. Πρώτα απ’ όλα, γιατί το «ελεύθερο εμπόριο» έχει πεθάνει προ πολλού, με τη γέννηση των μονοπωλιακών κολοσσών, στους οποίους υποτάσσονται οι κρατικές οντότητες, και δεύτερον γιατί όση κηδεμονία αναζητούν αδυσώπητα οι ιμπεριαλιστικές ΗΠΑ, άλλη τόση θέλουν διακαώς οι ιμπεριαλιστικές χώρες που αποτελούν τον κεντρικό πυρήνα της ΕΕ, με πρώτες τη Γερμανία και τη Γαλλία. Εδώ δεν πρόκειται για διαπραγματεύσεις τύπου τρόικας με ένα οικονομικό προτεκτοράτο (όπως η Ελλάδα), αλλά για διαπραγματεύσεις με στόχο τη ρύθμιση κάποιων κανόνων μέσα στους οποίους θα συνεχίσει να διεξάγεται ο άγριος οικονομικός ανταγωνισμός ένθεν και ένθεν του Ατλαντικού.

Γιατί όμως χρειάστηκε να γίνουν αυτές οι διαπραγματεύσεις που πρόσφατα ξεσήκωσαν σάλο στην Γερμανία, με διαδηλώσεις στους δρόμους των μεγαλύτερων πόλεων (Βερολίνο, Μόναχο, Στουτγάρδη, Φρανκφούρτη και αλλού) στα μέσα του περασμένου Απρίλη, από το φόβο της εξάπλωσης των μεταλλαγμένων τροφίμων από τις ΗΠΑ στην ευρωπαϊκή αγορά;  Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά.

Σύντομη ανασκόπηση

Η ιστορία των διαπραγματεύσεων ξεκίνησε στις 20 Μάρτη του 2013. Τότε, ο Εμπορικός Αντιπρόσωπος των ΗΠΑ με δικαιοδοσία άμεσων διαπραγματεύσεων με ξένες κυβερνήσεις για τη σύναψη εμπορικών συμφωνιών ανακοίνωσε στον πρόεδρο της Βουλής των Αντιπροσώπων την πρόθεση του προέδρου των ΗΠΑ για την έναρξη διαπραγματεύσεων με την ΕΕ για μία ευρεία εμπορική και επενδυτική συμφωνία[1]. Οι διαπραγματεύσεις ξεκίνησαν τον Ιούλη του ίδιου χρόνου[2] και σήμερα, περίπου δύο χρόνια μετά,  συνεχίζονται, έχοντας ολοκληρώσει εννέα γύρους μέχρι τις 24 του περασμένου Απρίλη[3].

Τα οικονομικά μεγέθη

Τόσο οι ΗΠΑ όσο και η ΕΕ έχουν συνάψει ήδη έναν αριθμό συμφωνιών «ελεύθερου» εμπορίου και υπηρεσιών με μια σειρά χώρες. Σύμφωνα με τα δεδομένα του ΠΟΕ, τα οποία επικαλείται μελέτη που έγινε για λογαριασμό του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών και Τεχνολογίας[4], οι ΗΠΑ διατηρούν 14 τέτοιες διμερείς συμφωνίες (με χώρες όπως ο Καναδάς, το Μεξικό κ.ά.), ενώ η ΕΕ έχει συνάψει 35 συμφωνίες με χώρες όπως η Κορέα, το Ισραήλ, το Μεξικό, ο Καναδάς και η Χιλή. Ωστόσο, μία συμφωνία μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ θα είναι η πρώτη από άποψη μεγέθους. Θα αντιπροσωπεύει, δηλαδή, μια περιοχή που ισοδυναμεί με το 50% του παγκόσμιου ΑΕΠ, σε μόλις 11.8% του παγκόσμιου πληθυσμού.

 Η μελέτη που αναφέραμε παραπάνω, η οποία εκπονήθηκε από το γερμανικό Ινστιτούτο οικονομικών ερευνών του πανεπιστημίου του Μονάχου, Ifo, το Γενάρη του 2013, εξηγεί τους λόγους που συνηγορούν υπέρ μίας τέτοιας συμφωνίας.
Σ’ αυτή διαβάζουμε: «Η Διατλαντική πρωτοβουλία ελεύθερου εμπορίου χρειάζεται ενάντια στο φόντο: 1. Της διάβρωσης της ανταγωνιστικότητας των βιομηχανικών χωρών σε σχέση με αναδυόμενα κράτη όπως η Κίνα και η Ινδία 2. Του μακράς διάρκειας τέλματος στις πολυμερείς διαπραγματεύσεις στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου και 3. Της ανάγκης για δομικές μεταρρυθμίσεις αναζωογόνησης της ανάπτυξης, όπως υπογραμμίστηκε ζωηρά από την παρούσα κρίση στην ΕΕ».

Τι σημαίνει όμως «διάβρωση της ανταγωνιστικότητας» και ανάγκη για «δομικές μεταρρυθμίσεις» που θα οδηγούν στην «ανάπτυξη»; Για να γίνει η οικονομία μιας χώρας «ανταγωνιστική» θα πρέπει να μπορεί να πουλάει πιο φτηνά προϊόντα στην καλύτερη δυνατή ποιότητα, αποφέροντας όμως στους καπιταλιστές το μέγιστο κέρδος. Το πρώτο και το τελευταίο από τα παραπάνω (φτηνά προϊόντα και μέγιστο κέρδος) έχει ήδη επιτευχθεί στην Κίνα, η οποία έχει γίνει παραγωγικό κέντρο στο οποίο έχουν μεταφέρει την παραγωγή πολλές από τις καπιταλιστικές επιχειρήσεις της Δύσης, από τις οποίες προέρχεται το 50% των εξαγωγών της χώρας. Αυτό το έχει πετύχει η Κίνα λόγω των πολύ χαμηλών μεροκάματων και της αποκόμισης αμύθητων ποσών από την υπεραξία των εργατών. Το γεγονός όμως αυτό έδωσε ταυτόχρονα στην ίδια την Κίνα (ως ιμπεριαλιστική κρατική οντότητα κι όχι ως λαό) τεράστια οικονομική δύναμη, αποτελώντας ταυτόχρονα μία απειλή στα συμφέροντα ΗΠΑ και ΕΕ.

Για να επανέλθει η «ανταγωνιστικότητα» στις ρίζες της, είναι που χρειάζονται οι «δομικές μεταρρυθμίσεις». Κι αυτές σχετίζονται πρώτα απ’ όλα με την αγορά εργασίας, την αγορά και πώληση δηλαδή της εργατικής δύναμης, που για να αποφέρει τα αμύθητα ποσά υπεραξίας που θέλει το κεφάλαιο σε ΗΠΑ και ΕΕ θα πρέπει να συμπιεστεί όσο γίνεται κάτω από την αξία της (το ποσό δηλαδή που χρειάζεται για να αναπαραχθεί). Τα παραπάνω οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στην «κινεζοποίηση» της εργατικής δύναμης στις ίδιες τις ιμπεριαλιστικές χώρες και τους δορυφόρους τους, χωρίς φυσικά αυτό να σημαίνει ότι θα είναι ικανές οι πρώτες να επιβάλλουν την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης στο εσωτερικό τους στον ίδιο βαθμό που επιβλήθηκε σε χώρες σαν την Κίνα.

Απάντηση στην κινέζικη επέλαση

Η TTIP αποτελεί ως ένα βαθμό την απάντηση των ΗΠΑ και ΕΕ στην κινέζικη επέλαση. Το πώς και αν θα επιτευχθεί κάτι από αυτή είναι ζητούμενο, καθώς τα αντιτιθέμενα μεταξύ τους συμφέροντα είναι αδύνατο να αμβλυνθούν. Δεδομένου όμως ότι οι ΗΠΑ αποτελούν τη δεύτερη μεγαλύτερη αγορά για τις γερμανικές εξαγωγές (μετά τη Γαλλία) και την τρίτη κατά σειρά περιοχή (μετά την ΕΕ και την Κίνα) απ’ όπου η Γερμανία εισάγει προϊόντα (το 2010 είχε το 8.2% των γερμανικών εξαγωγών και το 6.6% των εισαγωγών), η ανάγκη για μια ρύθμιση των κανόνων εμπορίου, ώστε να αυξηθεί η διείσδυση της μιας ιμπεριαλιστικής χώρας στην αγορά της άλλης, αποκτά ιδιαίτερη σημασία.  Από αυτή την σκοπιά φαίνεται ότι τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Γερμανία επιζητούν μια συμφωνία που θα τους δώσει αυτή τη δυνατότητα.

Φυσικά, οι προτεραιότητες της κάθε πλευράς είναι διαφορετικές. Το δυνατό σημείο της Γερμανίας είναι τα βιομηχανικά προϊόντα, αφού πάνω από το 80% των γερμανικών εξαγωγών στις ΗΠΑ ανήκει σ’ αυτή την κατηγορία. Οι μισές από αυτές τις εξαγωγές αφορούσαν μηχανές και αυτοκίνητα, ενώ οι εξαγωγές αγροτικών προϊόντων και υπηρεσιών αντιπροσώπευαν λιγότερο από το 20%.

Από την άλλη πλευρά, οι ΗΠΑ πασχίζουν να επεκτείνουν τις αγροτικές εξαγωγές τους στην ευρωπαϊκή αγορά, όπου θεωρούν ότι υστερούν. Σύμφωνα με το γραφείο του Εμπορικού Αντιπροσώπου των ΗΠΑ[5], οι ΗΠΑ είναι η μεγαλύτερη χώρα εξαγωγέας αγροτικών προϊόντων, με το 20% των αγροτικών εισοδημάτων (καπιταλιστών αγροτών, αφού τα μικρά αγροτικά νοικοκυριά έχουν από καιρό εκλείψει) να προέρχεται από αυτές. Οι εξαγωγές τροφίμων και αγροτικών προϊόντων από τις ΗΠΑ στον υπόλοιπο κόσμο έφτασαν το 2013 στο επίπεδο ρεκόρ των 145 δισ. δολαρίων.  Από αυτό το ποσό μόνο τα 10 δισ. δολάρια αντιστοιχούν στις αγροτικές εξαγωγές στις χώρες της ΕΕ! Γι’ αυτό το λόγο οι ΗΠΑ δείχνουν τόσο ενδιαφέρον για την εξάπλωση των αγροτικών προϊόντων τους στην ευρωπαϊκή αγορά.

Τα αγκάθια

Αντίθετα με ό,τι θα πίστευε κανείς, το μεγαλύτερο πρόβλημα στις εμπορικές σχέσεις ΕΕ-ΗΠΑ δεν είναι οι δασμοί. Αυτοί κυμαίνονται σε χαμηλά επίπεδα. Σύμφωνα με τη μελέτη του γερμανικού ινστιτούτου Ifo, που αναφέραμε παραπάνω[4], το 2007, το μέσο ποσοστό τους ήταν περίπου 2.8% της αξίας τους στο βιομηχανικό τομέα, ενώ το 25% των εμπορευμάτων δεν έχουν καθόλου δασμούς. Ωστόσο, αυτός ο χαμηλός μέσος όρος ορισμένες φορές ανατρεπόταν, κυρίως στον αγροτικό τομέα. Ετσι, οι δασμοί μπορούν να φτάσουν ακόμα και το 350% στις ΗΠΑ και το 75% στην ΕΕ. Γενικά, πάντως, μόνο το 25% των εμπορευμάτων υπόκειται σε δασμούς άνω του 6.5% (στην ΕΕ) και 5.5% (στις ΗΠΑ).

Η μελέτη συμπεραίνει ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι οι μη δασμολογικοί φραγμοί που προκαλούν πολύ μεγαλύτερα εμπόδια στο εμπόριο μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ και έχουν ασύμμετρο χαρακτήρα, δηλαδή σε άλλους τομείς είναι πολύ μεγάλοι και σε άλλους πολύ μικροί. Οταν μιλάμε για μη δασμολογικούς φραγμούς, εννοούμε για παράδειγμα την απόρριψη γερμανικών βιομηχανικών προϊόντων, επειδή δεν πιάνουνε τα standards που απαιτεί η αμερικάνικη αγορά, ή την απόρριψη αμερικάνικων προϊόντων για λόγους υγείας και περιβάλλοντος, όπως τα μεταλλαγμένα.

Μπορεί την περασμένη Παρασκευή η Κομισιόν να ενέκρινε την εισαγωγή και κυκλοφορία στην αγορά 19 μεταλλαγμένων προϊόντων (11 από την αμερικάνικη Monsanto και 8 από την αμερικάνικη Dupont και τις γερμανικές Bayer και BASF), όμως δύο μέρες πριν είχε προτείνει με νομοθετική πρόταση[6] να επεκταθεί η δυνατότητα απαγόρευσης όχι μόνο της καλλιέργειας των μεταλλαγμένων αλλά και της κυκλοφορίας τους ως τρόφιμα στις χώρες μέλη της ΕΕ! Με τον τρόπο αυτό επαφίεται σε κάθε χώρα μέλος το αν θα επιτρέψει την εισαγωγή μεταλλαγμένων τροφίμων ή όχι. Η αντιφατική αυτή στάση της Κομισιόν σχετίζεται σίγουρα με το παζάρι που συνεχίζεται με τους Αμερικάνους, οι οποίοι εξοργίστηκαν από αυτή την απόφαση.

Ετσι, την ίδια κιόλας μέρα με την παραπάνω απόφαση (την Τρίτη 22 Απρίλη), ο Εμπορικός Αντιπρόσωπος των ΗΠΑ, Μάικλ Φρόνμαν[7] εξέφρασε την απογοήτευσή του από τη νέα πρόταση της Κομισιόν, δηλώνοντας: «Είμαστε πολύ απογοητευμένοι από τη σημερινή ανακοίνωση για μια ρυθμιστική πρόταση που όπως φαίνεται δύσκολα μπορεί να συμφιλιωθεί με τις διεθνείς υποχρεώσεις της ΕΕ. Ακόμη περισσότερο, χωρίζοντας την ΕΕ σε 28 ξεχωριστές αγορές για την κυκλοφορία συγκεκριμένων προϊόντων (σ.σ. των μεταλλαγμένων), φαίνεται να αντιφάσκει με το στόχο της ΕΕ για βάθεμα της εσωτερικής αγοράς. Σε μια περίοδο που οι ΗΠΑ και η ΕΕ εργάζονται για να δημιουργήσουν περισσότερες ευκαιρίες ανάπτυξης και θέσεων εργασίας μέσω της Διατλαντικής Εταιρικής Συνεργασίας για το Εμπόριο και τις Επενδύσεις, προτάσεις για τέτοιου τύπου εμπορικούς περιορισμούς δεν είναι παραγωγικές».

Ανάπτυξη για ποιον;

Το ερώτημα που παραμένει είναι ποιες θα είναι οι συνέπειες μιας τέτοιας συμφωνίας, αν και όποτε επιτευχθεί; Την απάντηση δίνει ένα αμερικάνικο οικονομικό ινστιτούτο που κάθε άλλο παρά για «μαρξιστική εμμονή» μπορεί να κατηγορηθεί.
Σύμφωνα με το αμερικάνικο ινστιτούτο οικονομικής πολιτικής[8], «ένα πιο πιθανό αποτέλεσμα, βάσει των συμπερασμάτων από την εμπειρία της NAFTA (σ.σ. συμφωνία «ελεύθερου εμπορίου» στην αμερικάνικη ήπειρο), είναι ότι οι εργάτες σε όλες τις χώρες μέλη θα υποφέρουν από μειώσεις μισθών και απολύσεις, ενώ οι επενδυτές από ΗΠΑ και ΕΕ θα επωφεληθούν ιδιαίτερα, ενισχύοντας γρήγορα το μερίδιό τους στο εθνικό εισόδημα, όπως έγινε την τελευταία δεκαετία στις ΗΠΑ». Το ινστιτούτο συμπληρώνει: «Αμερικάνικες πολυεθνικές όπως η Apple, η Boeing, η Dell, η Ford, η General Electric, η General Motors και η Intel έχουν σημειώσει τεράστια κέρδη από την εξάπλωσή τους στο Μεξικό, την Κίνα και άλλες χώρες με χαμηλούς μισθούς κάτω από την προστασία των συμφωνιών “ελεύθερου εμπορίου”. Το τελικό αποτέλεσμα είναι μία κούρσα για την συμπίεση των μισθών και των συνθηκών εργασίας στις περισσότερες χώρες αυτών των συμφωνιών».

Παραπομπές:

 
1. Επιστολή του Εμπορικού Αντιπροσώπου του γραφείου του αμερικανού προέδρου προς τον πρόεδρο της Βουλής των Αντιπροσώπων, 20/3/13 (https://ustr.gov/sites/default/files/03202013%20TTIP%20Notification%20Letter.PDF).
2. https://ustr.gov/about-us/policy-offices/press-office/blog/2013/july/TTIP-negotiations-begin
3. Δελτίο Τύπου για τον ένατο γύρο των διαπραγματεύσεων από τον επικεφαλής διαπραγματευτή της ΕΕ Ignacio Garcia Bercero, Νέα Υόρκη 24/4/15 (http://trade.ec.europa.eu/doclib/docs/2015/april/tradoc_153394.pdf).
4. «Διαστάσεις και αποτελέσματα μίας Διατλαντικής Συμφωνίας Ελεύθερου Εμπορίου μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ». Μελέτη του Ινστιτούτου οικονομικών ερευνών του πανεπιστημίου του Μονάχου (Ifo) για λογαριασμό του γερμανικού ομοσπονδιακού υπουργείου Οικονομικών και Τεχνολογίας, που διήρκησε από 1/7/12 μέχρι 14/1/13 (http://www.transatlanticbusiness.org/wp-content/uploads/2014/05/dimensions-and-effects-of-a-transatlantic-free-trade-agreement-between-the-eu-and-usa.pdf)
5. https://ustr.gov/trade-agree-ments/free-trade-agreements/transatlantic-trade-and-investment-partnership-t-tip/t-tip-0
6. Νομοθετική πρόταση (COM) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Νο. 176 (22/4/2015)  (https://ec.europa.eu/transparency/regdoc/rep/1/2015/EN/1-2015-176-EN-F1-1.PDF)
7. Δελτίο Τύπου από το Γραφείο του Εμπορικού Αντιπροσώπου των ΗΠΑ (https://ustr.gov/about-us/policy-offices/press-office/press-releases/2015/april/ustr-expresses-concern-over-e
8. http://www.epi.org/publication/trade-pacts-korus-trans-pacific-partnership/


 ΠΗΓΗ

------------------------------------------------


European Commission to stop negotiations TTIP until European Parliament gives guidance.


(10 June 2014, EPSU Press Release) Yesterday the European Parliament postponed its vote on the Lange report on the Transatlantic Trade and Investment Partnership (TTIP) until November. EPSU asks the European Commission to postpone further negotiations with the US until the Parliament has given the necessary guidance on how to proceed with the negotiations.

EPSU General Secretary Jan Willem Goudriaan commented: "Without guidance from the European Parliament, EU negotiator Cecilia Malmström will be in the dark about what our European elected representatives consider a fair outcome. The Commission now needs to take a step back, stop talks and before continuing, let democracy do its work".

Over the last few weeks, since the adoption of the draft report in the International Trade Committee, Members of Parliament have had thousands of emails, tweets, faxes, visits, letters etc. from organisations expressing themselves against key elements of the deal.

This means in particular that they call for excluding the Investor State Dispute Settlement system and public services from the agreement but for including stronger protection of workers’ rights and democracy.

Trade unions, environmental organisations, consumer groups, anti-poverty and tax justice campaigners, digital rights champions, towns and cities, farmers, and 2 million people who signed a petition against the agreement have made clear they do not consider TTIP a good deal. Only the representatives of corporations are continuing to argue that we need a deal that opens up public services and that includes a corporate bill of rights. Nobody else.

Goudriaan added: "Stopping the negotiations now and waiting for the position of the European Parliament is necessary for the credibility of this European Commission which claimed it would set out to close the gap with Europe’s citizens."