Έρευνα ΕΚΠΑ: Το «νέφος της συλλογικής ενοχής» πάνω από την Ελλάδα της κρίσης
Είναι σαν ένα νέφος που έχει σκεπάσει όλη τη χώρα, μολύνοντας τους πολίτες της με μία μαζική μορφή κατάθλιψης και προκαλώντας του το έντονο αίσθημα της συλλογικής ενοχής. Οι ψυχολογικές επιδράσεις της κρίσης είναι ίσως πολύ πιο σημαντικές από τις οικονομικές. Τις επιπτώσεις που η κρίση είχε στην ψυχοσύνθεση των Ελλήνων εξετάζει μεγάλη έρευνα του Εργαστηρίου Ψυχολογικών Εφαρμογών & Επικοινωνιακού Σχεδιασμού του Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ). Όπως αποδεικνύεται η συλλογική δράση είναι η λύση στην ψυχολογική κρίση...
Ένα νέφος πλανιέται πάνω από την Ελλάδα
Η έρευνα μελέτησε τον τρόπο με τον οποίο οι πολίτες βιώνουν συναισθηματικά την κρίση και το βαθμό στον οποίο τα συναισθήματα που νιώθουν οδηγούν σε μορφές ατομικής ή κοινωνικής δράσης ή αδράνειας. Η έρευνα έγινε με συνεντεύξεις βάθους, μέσης διάρκειας περίπου μιάμισης ώρας, σε 40 άτομα ηλικίας από 23 έως 70 ετών και των δύο φύλων, από διαφορετικές περιοχές της Ελλάδας και ποικίλα επίπεδα εκπαίδευσης. Το ένα τρίτο των συμμετεχόντων ήταν απολυμένοι ή άνεργοι.
Από την ανάλυση των συνεντεύξεων προέκυψε ότι τα κύρια συναισθήματα που δημιούργησε η κρίση στους ανθρώπους είναι θυμός, οργή, φόβος, ανασφάλεια, αγωνία, άγχος, θλίψη, απογοήτευση, απόγνωση, ενοχή και ντροπή. Ορισμένοι ένιωσαν, επίσης, φθόνο και ζήλια για όσους «δεν άγγιξε η κρίση».
Ενδεικτικά η συναισθηματική ατμόσφαιρα συμπυκνώνεται στη φράση «Σαν να έχουν πετάξει πάνω στους ανθρώπους μια συλλογική ενοχή […] η οποία απλώνεται όπως το νέφος και μας καταπλακώνει όλους και μας βαραίνει, γιατί συννεφιάζει τον ουρανό μας».
Οι παράγοντες που προκαλούν την ενοχή
Κύριες πηγές της συναισθηματικής ατμόσφαιρας που δημιουργήθηκε από προσωπικά βιώματα, αλλά καλλιεργήθηκε επίσης από τα μέσα ενημέρωσης και το συστεμικό λόγο, ήταν η πιθανότητα να μην έχουν πόρους για να ζήσουν, να θρέψουν τα παιδιά τους ή να στηρίξουν ηλικιωμένους γονείς, αλλά και η συμπόνια για όσους επλήγησαν αμέσως («Τρελαίνεσαι με τους άστεγους, με τα παιδιά που λιποθυμάνε στα σχολεία, στην αρχή δεν θέλεις να το πιστέψεις…»), καθώς και συλλογικές αναμνήσεις που, όπως φάνηκε, είναι ακόμα νωπές: «Κοιτούσα την ουρά στο Κέντρο Σίτισης Αστέγων και σκεφτόμουν “Tι είναι αυτό; Άλλος ένας λιμός;” Αξιοπρεπείς άνθρωποι, σαν εσένα κι εμένα, ηλικιωμένοι περιποιημένοι σαν τον παππού και τη γιαγιά μου… Και περίμεναν στην ουρά… Και θυμήθηκα τον παππού που μιλούσε για την Unrwa και τα γεύματα του Ερυθρού Σταυρού στην Κατοχή».
Η συλλογική δράση κόντρα στην συλλογική κατάθλιψη
Τα συναισθήματα αυτά συνιστούν τη συναισθηματική ατμόσφαιρα εντός της οποίας οι πολίτες ζουν και δραστηριοποιούνται και χρωματίζει τη σκέψη και τη συμπεριφορά τους. Από αυτή τη συναισθηματική ατμόσφαιρα διαφοροποιούνται όσοι έλαβαν μέρος σε κάποια μορφή συλλογικής δράσης. Αυτοί οι πολίτες δήλωσαν ότι μέσα σε αυτό το δυσφορικό συναισθηματικό κλίμα, έζησαν στιγμές χαράς.
Όσοι βρίσκονταν ήδη σε μειονεκτική θέση όταν ξέσπασε η κρίση ήλπισαν αρχικά ότι η κρίση θα δώσει αφορμές αποκατάστασης της κοινωνικής δικαιοσύνης, ενώ όσοι επλήγησαν αμέσως (π.χ. χάνοντας την εργασία τους) τη βίωσαν τραυματικά. Οι πολίτες αυτοί αποσταθεροποιήθηκαν τόσο ώστε να νιώθουν εντελώς ακινητοποιημένοι, να μην μπορούν να καταλάβουν τι ακριβώς έχει συμβεί και γιατί, ποια ακριβώς είναι η νέα τους ταυτότητα (π.χ. «άστεγος») υπό τις νέες συνθήκες. Αυτή η τραυματική βίωση της κρίσης παγώνει τους ανθρώπους και τους ακινητοποιεί σε μια κατάσταση ανημποριάς που δεν αναστρέφεται ακόμη και όταν η δράση είναι εφικτή.
Ορισμένοι πολίτες φάνηκαν να αμύνονται αρχικά στην ψυχική αποσταθεροποίηση, επιστρατεύοντας ψυχικούς αμυντικούς μηχανισμούς που υποβάθμιζαν τη σημασία της κρίσης: «αυτήν την επίθεση στη ζωή μας που δεχτήκαμε αυτά τα τελευταία χρόνια, όχι αυτό δεν το περίμενα, δεν μπορούσα να το φανταστώ […] ότι θα γινόταν σε τέτοια έκταση και σε τέτοιο βάθος μια επίθεση στην καθημερινότητά μας...». Αλλά καθώς η κρίση βάθαινε, οι αμυντικοί μηχανισμοί κατέρρεαν και η αναγνώριση της κατάστασης λειτούργησε για κάποιους, κυρίως όσους ήδη είχαν διαμορφωμένη πολιτική ιδεολογία, ως κινητοποίηση: «Αποφάσισα να επαναδραστηριοποιηθώ γιατί δεν πιστεύω ότι λύνονται τα προβλήματα ατομικά, αυτό είναι μόνο μια πρόσκαιρη ανακούφιση».
Παρ’ όλα αυτά, η απαισιοδοξία και η έλλειψη πολιτικής επάρκειας χαρακτηρίζει τους περισσότερους: «Δεν υπάρχει μέλλον, δεν υπάρχει ελπίδα… αυτό είναι το χειρότερο. NO FUTURE!». «Τι άλλο να κάνω; Να πάω έξω να φωνάζω για να μου φύγει ο θυμός; Θα καταφέρω τίποτα; Όχι. Άρα δεν υπάρχει λόγος να το παλέψω γνωρίζοντας το αποτέλεσμα».
Σε αυτή
την ατμόσφαιρα απαισιοδοξίας και ανημποριάς η κινητοποίηση την οποία
δημιουργούν τα δυσφορικά συναισθήματα οδηγεί αρκετούς από τους νεώτερους
πολίτες σε προσωπικές και διαπροσωπικές μορφές δραστηριοποίησης: «Εάν
δεν δημιουργήσεις εσύ τον επόμενο χρόνο στην ζωή σου […] απλά θα είσαι
άνεργος και άστεγος». «Ξέρω μια δουλειά, μια ανοιχτή θέση σε ένα
γραφείο, θα στην πω γιατί εσύ είσαι άνεργος. Κι εσύ με τη σειρά σου θα
βοηθήσεις εμένα σε κάτι άλλο που χρειάζομαι».
Το παρελθόν θωρακίζει το μέλλον
Σε γενικές γραμμές οι μεγαλύτεροι σε ηλικία συμμετέχοντες παρουσιάζουν καλύτερη ψυχική ανθεκτικότητα, πιθανόν εξαιτίας της βίωσης δυσκολιών του παρελθόντος και ανακάμψεων, και τείνουν να επαναδραστηριοποιηθούν σε πολιτικό ή κινηματικό επίπεδο. Η επαναδραστηριοποίησή τους φαίνεται να συνδέεται με την πολιτική ιδεολογία, η οποία ενδυναμώνει το πέρασμα από τη συγκίνηση στην κινητοποίηση και τη δράση δίνοντας κατευθύνσεις για μορφές δράσης, καθώς και με την πολιτικοποίηση ως θεμελιώδες στοιχείο της ταυτότητας τους που συγκροτήθηκε σε περισσότερο πολιτικοποιημένες από σήμερα εποχές.
Οι νεότεροι τείνουν κυρίως προς τη προσωπική και διαπροσωπική επάρκεια και δείχνουν ιδεολογική σύγχυση και χαμηλή αίσθηση πολιτικής επάρκειας. Η αισιοδοξία, δηλαδή η πίστη ότι τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν προς μία θετική κατεύθυνση, είναι γενικώς χαμηλή σε όλες τις ηλικιακές ομάδες, αλλά διαφοροποιείται στις συνεντεύξεις που έγιναν μετά τις εκλογές με συμμετέχοντες οι οποίοι εκδήλωναν συγκρατημένη αισιοδοξία. Σημαντικό εύρημα τις έρευνας είναι ότι τα συναισθήματα που γεννά η κρίση μπορούν να εκτονωθούν σε δημιουργική πολιτική δράση, μέσα στο συναισθηματικό κλίμα συλλογικοτήτων που τρέφουν θετικά και δημιουργικά συναισθήματα, με την επεξεργασία συνεκτικών αφηγήσεων που έχουν νόημα για τους εμπλεκομένους και την επεξεργασία των αμυντικών μηχανισμών που θολώνουν τη σημασία των πραγμάτων.
Διαβάστε το πρώτο και το δεύτερο μέρος της έρευνας:
Το Εργαστήριο Ψυχολογικών Εφαρμογών & Επικοινωνιακού Σχεδιασμού, του Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών ανακοίνωσε πρόσφατα τα πορίσματα ερευνητικού προγράμματος σχετικού με τις ψυχολογικές επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης. Το ερευνητικό πρόγραμμα είχε τρία σκέλη, έγινε με χορηγία του τ. πρύτανη, καθηγητή κ. Μιχάλη Σταθόπουλου και συντονίστηκε από τη Μπετίνα Ντάβου, καθηγήτρια Ψυχολογίας και τον Νίκο Δεμερτζή, καθηγητή Πολιτικής Επικοινωνίας. Η ερευνητική ομάδα αποτελείτο από τον Αντώνη Αρμενάκη, επικ. καθηγητή Στατιστικής και τους ερευνητές Ανθή Σιδηροπούλου (Δρ. Επικοινωνίας), Σταμάτη Πουλακιδάκο (Δρ. Επικοινωνίας), Λίλα Μάστορα (υπ. Δρ. Επικοινωνίας) και Ιωάννα Τσούτση (κλινική ψυχολόγο, Μ.Sc.).
Οι τρεις έρευνες είχαν σκοπό να αναδείξουν τη συναισθηματική ατμόσφαιρα που περιβάλλει την ελληνική κοινωνία από την έναρξη της οικονομικής κρίσης , τους παράγοντες που διαμορφώνουν αυτή την ατμόσφαιρα, τις επιπτώσεις της στη σκέψη, τη στάση και την κοινωνική και πολιτική συμπεριφορά και τον ανθρώπινο πόνο που προκάλεσε η κρίση. Να αναδείξει, δηλαδή, την ανθρωπιστική πτυχή της οικονομικής κρίσης, η οποία έως πολύ πρόσφατα συζητιόταν μόνον με όρους οικονομικών δεικτών.
Να σημειώσουμε εξαρχής ότι η οικονομική κρίση δεν ξέσπασε εν κενώ. Σε σύγκριση με άλλες χώρες της Ευρώπης, οι Έλληνες ήδη καταγράφονταν ως απαισιόδοξοι, δύσπιστοι προς τους πολιτικούς και τους θεσμούς, και με χαμηλή αίσθηση πολιτικής επάρκειας.
Το ερευνητικό πρόγραμμα βασίστηκε θεωρητικά στη διεθνώς τεκμηριωμένη ερευνητικά θέση ότι η μέγιστη κινητοποιός δύναμη του ανθρώπου είναι η συγκίνηση. Η κρίση γέννησε συναισθήματα τα οποία επέδρασαν στους πολίτες με ποικίλους, συνειδητούς ή μη, τρόπους. Η συναισθηματική ατμόσφαιρα που καλλιεργήθηκε –κυρίως από το λόγο των ΜΜΕ και των πολιτικών- περιβάλλει την καθημερινή ζωή, ποτίζει τις σκέψεις και τις πράξεις των ανθρώπων και τους επηρεάζει χωρίς πάντοτε να έχουν επίγνωση. Έτσι, τα κύρια ερωτήματα που ερευνήθηκαν ήταν (α) ο τρόπος με τον οποίο οι εικόνες της κρίσης στην καθημερινή ζωή επηρεάζουν την αισιοδοξία, την αίσθηση πολιτικής επάρκειας και την πρόθεση δράσης των πολιτών, (β) η συναισθηματική ατμόσφαιρα που καλλιεργούν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και ο τρόπος με τον οποίο προβάλλουν την ανθρωπιστική διάσταση της οικονομικής κρίσης και (γ) το πώς οι ίδιοι οι πολίτες βίωσαν την οικονομική κρίση στην καθημερινή τους ζωή.
Είναι σαν ένα νέφος που έχει σκεπάσει όλη τη χώρα, μολύνοντας τους πολίτες της με μία μαζική μορφή κατάθλιψης και προκαλώντας του το έντονο αίσθημα της συλλογικής ενοχής. Οι ψυχολογικές επιδράσεις της κρίσης είναι ίσως πολύ πιο σημαντικές από τις οικονομικές. Τις επιπτώσεις που η κρίση είχε στην ψυχοσύνθεση των Ελλήνων εξετάζει μεγάλη έρευνα του Εργαστηρίου Ψυχολογικών Εφαρμογών & Επικοινωνιακού Σχεδιασμού του Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ). Όπως αποδεικνύεται η συλλογική δράση είναι η λύση στην ψυχολογική κρίση...
Ένα νέφος πλανιέται πάνω από την Ελλάδα
Η έρευνα μελέτησε τον τρόπο με τον οποίο οι πολίτες βιώνουν συναισθηματικά την κρίση και το βαθμό στον οποίο τα συναισθήματα που νιώθουν οδηγούν σε μορφές ατομικής ή κοινωνικής δράσης ή αδράνειας. Η έρευνα έγινε με συνεντεύξεις βάθους, μέσης διάρκειας περίπου μιάμισης ώρας, σε 40 άτομα ηλικίας από 23 έως 70 ετών και των δύο φύλων, από διαφορετικές περιοχές της Ελλάδας και ποικίλα επίπεδα εκπαίδευσης. Το ένα τρίτο των συμμετεχόντων ήταν απολυμένοι ή άνεργοι.
Από την ανάλυση των συνεντεύξεων προέκυψε ότι τα κύρια συναισθήματα που δημιούργησε η κρίση στους ανθρώπους είναι θυμός, οργή, φόβος, ανασφάλεια, αγωνία, άγχος, θλίψη, απογοήτευση, απόγνωση, ενοχή και ντροπή. Ορισμένοι ένιωσαν, επίσης, φθόνο και ζήλια για όσους «δεν άγγιξε η κρίση».
Ενδεικτικά η συναισθηματική ατμόσφαιρα συμπυκνώνεται στη φράση «Σαν να έχουν πετάξει πάνω στους ανθρώπους μια συλλογική ενοχή […] η οποία απλώνεται όπως το νέφος και μας καταπλακώνει όλους και μας βαραίνει, γιατί συννεφιάζει τον ουρανό μας».
Οι παράγοντες που προκαλούν την ενοχή
Κύριες πηγές της συναισθηματικής ατμόσφαιρας που δημιουργήθηκε από προσωπικά βιώματα, αλλά καλλιεργήθηκε επίσης από τα μέσα ενημέρωσης και το συστεμικό λόγο, ήταν η πιθανότητα να μην έχουν πόρους για να ζήσουν, να θρέψουν τα παιδιά τους ή να στηρίξουν ηλικιωμένους γονείς, αλλά και η συμπόνια για όσους επλήγησαν αμέσως («Τρελαίνεσαι με τους άστεγους, με τα παιδιά που λιποθυμάνε στα σχολεία, στην αρχή δεν θέλεις να το πιστέψεις…»), καθώς και συλλογικές αναμνήσεις που, όπως φάνηκε, είναι ακόμα νωπές: «Κοιτούσα την ουρά στο Κέντρο Σίτισης Αστέγων και σκεφτόμουν “Tι είναι αυτό; Άλλος ένας λιμός;” Αξιοπρεπείς άνθρωποι, σαν εσένα κι εμένα, ηλικιωμένοι περιποιημένοι σαν τον παππού και τη γιαγιά μου… Και περίμεναν στην ουρά… Και θυμήθηκα τον παππού που μιλούσε για την Unrwa και τα γεύματα του Ερυθρού Σταυρού στην Κατοχή».
Η συλλογική δράση κόντρα στην συλλογική κατάθλιψη
Τα συναισθήματα αυτά συνιστούν τη συναισθηματική ατμόσφαιρα εντός της οποίας οι πολίτες ζουν και δραστηριοποιούνται και χρωματίζει τη σκέψη και τη συμπεριφορά τους. Από αυτή τη συναισθηματική ατμόσφαιρα διαφοροποιούνται όσοι έλαβαν μέρος σε κάποια μορφή συλλογικής δράσης. Αυτοί οι πολίτες δήλωσαν ότι μέσα σε αυτό το δυσφορικό συναισθηματικό κλίμα, έζησαν στιγμές χαράς.
Όσοι βρίσκονταν ήδη σε μειονεκτική θέση όταν ξέσπασε η κρίση ήλπισαν αρχικά ότι η κρίση θα δώσει αφορμές αποκατάστασης της κοινωνικής δικαιοσύνης, ενώ όσοι επλήγησαν αμέσως (π.χ. χάνοντας την εργασία τους) τη βίωσαν τραυματικά. Οι πολίτες αυτοί αποσταθεροποιήθηκαν τόσο ώστε να νιώθουν εντελώς ακινητοποιημένοι, να μην μπορούν να καταλάβουν τι ακριβώς έχει συμβεί και γιατί, ποια ακριβώς είναι η νέα τους ταυτότητα (π.χ. «άστεγος») υπό τις νέες συνθήκες. Αυτή η τραυματική βίωση της κρίσης παγώνει τους ανθρώπους και τους ακινητοποιεί σε μια κατάσταση ανημποριάς που δεν αναστρέφεται ακόμη και όταν η δράση είναι εφικτή.
Ορισμένοι πολίτες φάνηκαν να αμύνονται αρχικά στην ψυχική αποσταθεροποίηση, επιστρατεύοντας ψυχικούς αμυντικούς μηχανισμούς που υποβάθμιζαν τη σημασία της κρίσης: «αυτήν την επίθεση στη ζωή μας που δεχτήκαμε αυτά τα τελευταία χρόνια, όχι αυτό δεν το περίμενα, δεν μπορούσα να το φανταστώ […] ότι θα γινόταν σε τέτοια έκταση και σε τέτοιο βάθος μια επίθεση στην καθημερινότητά μας...». Αλλά καθώς η κρίση βάθαινε, οι αμυντικοί μηχανισμοί κατέρρεαν και η αναγνώριση της κατάστασης λειτούργησε για κάποιους, κυρίως όσους ήδη είχαν διαμορφωμένη πολιτική ιδεολογία, ως κινητοποίηση: «Αποφάσισα να επαναδραστηριοποιηθώ γιατί δεν πιστεύω ότι λύνονται τα προβλήματα ατομικά, αυτό είναι μόνο μια πρόσκαιρη ανακούφιση».
Παρ’ όλα αυτά, η απαισιοδοξία και η έλλειψη πολιτικής επάρκειας χαρακτηρίζει τους περισσότερους: «Δεν υπάρχει μέλλον, δεν υπάρχει ελπίδα… αυτό είναι το χειρότερο. NO FUTURE!». «Τι άλλο να κάνω; Να πάω έξω να φωνάζω για να μου φύγει ο θυμός; Θα καταφέρω τίποτα; Όχι. Άρα δεν υπάρχει λόγος να το παλέψω γνωρίζοντας το αποτέλεσμα».
Σε γενικές γραμμές οι μεγαλύτεροι σε ηλικία συμμετέχοντες παρουσιάζουν καλύτερη ψυχική ανθεκτικότητα, πιθανόν εξαιτίας της βίωσης δυσκολιών του παρελθόντος και ανακάμψεων, και τείνουν να επαναδραστηριοποιηθούν σε πολιτικό ή κινηματικό επίπεδο. Η επαναδραστηριοποίησή τους φαίνεται να συνδέεται με την πολιτική ιδεολογία, η οποία ενδυναμώνει το πέρασμα από τη συγκίνηση στην κινητοποίηση και τη δράση δίνοντας κατευθύνσεις για μορφές δράσης, καθώς και με την πολιτικοποίηση ως θεμελιώδες στοιχείο της ταυτότητας τους που συγκροτήθηκε σε περισσότερο πολιτικοποιημένες από σήμερα εποχές.
Οι νεότεροι τείνουν κυρίως προς τη προσωπική και διαπροσωπική επάρκεια και δείχνουν ιδεολογική σύγχυση και χαμηλή αίσθηση πολιτικής επάρκειας. Η αισιοδοξία, δηλαδή η πίστη ότι τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν προς μία θετική κατεύθυνση, είναι γενικώς χαμηλή σε όλες τις ηλικιακές ομάδες, αλλά διαφοροποιείται στις συνεντεύξεις που έγιναν μετά τις εκλογές με συμμετέχοντες οι οποίοι εκδήλωναν συγκρατημένη αισιοδοξία. Σημαντικό εύρημα τις έρευνας είναι ότι τα συναισθήματα που γεννά η κρίση μπορούν να εκτονωθούν σε δημιουργική πολιτική δράση, μέσα στο συναισθηματικό κλίμα συλλογικοτήτων που τρέφουν θετικά και δημιουργικά συναισθήματα, με την επεξεργασία συνεκτικών αφηγήσεων που έχουν νόημα για τους εμπλεκομένους και την επεξεργασία των αμυντικών μηχανισμών που θολώνουν τη σημασία των πραγμάτων.
Διαβάστε το πρώτο και το δεύτερο μέρος της έρευνας:
- Έρευνα ΕΚΠΑ: Απαισιόδοξοι μεν, έτοιμοι να κινητοποιηθούμε δε...
- Έρευνα ΕΚΠΑ: Πώς μας επηρεάζει ο τρόπος που τα ΜΜΕ παρουσιάζουν την κρίση
Το Εργαστήριο Ψυχολογικών Εφαρμογών & Επικοινωνιακού Σχεδιασμού, του Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών ανακοίνωσε πρόσφατα τα πορίσματα ερευνητικού προγράμματος σχετικού με τις ψυχολογικές επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης. Το ερευνητικό πρόγραμμα είχε τρία σκέλη, έγινε με χορηγία του τ. πρύτανη, καθηγητή κ. Μιχάλη Σταθόπουλου και συντονίστηκε από τη Μπετίνα Ντάβου, καθηγήτρια Ψυχολογίας και τον Νίκο Δεμερτζή, καθηγητή Πολιτικής Επικοινωνίας. Η ερευνητική ομάδα αποτελείτο από τον Αντώνη Αρμενάκη, επικ. καθηγητή Στατιστικής και τους ερευνητές Ανθή Σιδηροπούλου (Δρ. Επικοινωνίας), Σταμάτη Πουλακιδάκο (Δρ. Επικοινωνίας), Λίλα Μάστορα (υπ. Δρ. Επικοινωνίας) και Ιωάννα Τσούτση (κλινική ψυχολόγο, Μ.Sc.).
Οι τρεις έρευνες είχαν σκοπό να αναδείξουν τη συναισθηματική ατμόσφαιρα που περιβάλλει την ελληνική κοινωνία από την έναρξη της οικονομικής κρίσης , τους παράγοντες που διαμορφώνουν αυτή την ατμόσφαιρα, τις επιπτώσεις της στη σκέψη, τη στάση και την κοινωνική και πολιτική συμπεριφορά και τον ανθρώπινο πόνο που προκάλεσε η κρίση. Να αναδείξει, δηλαδή, την ανθρωπιστική πτυχή της οικονομικής κρίσης, η οποία έως πολύ πρόσφατα συζητιόταν μόνον με όρους οικονομικών δεικτών.
Να σημειώσουμε εξαρχής ότι η οικονομική κρίση δεν ξέσπασε εν κενώ. Σε σύγκριση με άλλες χώρες της Ευρώπης, οι Έλληνες ήδη καταγράφονταν ως απαισιόδοξοι, δύσπιστοι προς τους πολιτικούς και τους θεσμούς, και με χαμηλή αίσθηση πολιτικής επάρκειας.
Το ερευνητικό πρόγραμμα βασίστηκε θεωρητικά στη διεθνώς τεκμηριωμένη ερευνητικά θέση ότι η μέγιστη κινητοποιός δύναμη του ανθρώπου είναι η συγκίνηση. Η κρίση γέννησε συναισθήματα τα οποία επέδρασαν στους πολίτες με ποικίλους, συνειδητούς ή μη, τρόπους. Η συναισθηματική ατμόσφαιρα που καλλιεργήθηκε –κυρίως από το λόγο των ΜΜΕ και των πολιτικών- περιβάλλει την καθημερινή ζωή, ποτίζει τις σκέψεις και τις πράξεις των ανθρώπων και τους επηρεάζει χωρίς πάντοτε να έχουν επίγνωση. Έτσι, τα κύρια ερωτήματα που ερευνήθηκαν ήταν (α) ο τρόπος με τον οποίο οι εικόνες της κρίσης στην καθημερινή ζωή επηρεάζουν την αισιοδοξία, την αίσθηση πολιτικής επάρκειας και την πρόθεση δράσης των πολιτών, (β) η συναισθηματική ατμόσφαιρα που καλλιεργούν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και ο τρόπος με τον οποίο προβάλλουν την ανθρωπιστική διάσταση της οικονομικής κρίσης και (γ) το πώς οι ίδιοι οι πολίτες βίωσαν την οικονομική κρίση στην καθημερινή τους ζωή.