Πάσχα στη Παλλήνη του...πάλαι ποτέ.
«... Γενομένου του ασπασμού, ήρξατο ή λειτουργία μέχρι της 2ας ώρας προς όρθρον. Ότε ελάβομεν το αντίδωρον και εξηρχόμεθα εκ του ναού, άλλο γνήσιον ελληνικόν έθιμον εφείλκυσε την προσοχήν μου περί την θύραν της εκκλησίας.
Εις των χωρικών, όστις εκτελεί χρέη επιτρόπου εν τω παρεκκλησίω, διένειμεν εις τους εξερχόμενους ωά κόκκινα, προσφωνών ενί εκάστω το Χριστός Ανέστη. Έλαβον το δοθέν μοι ωόν και εγκαρδίως ηυχήθην εις τον αγαθόν χωρικόν παν καταθύμιον.
Τότε έκαστος των χωρικών, φέρων ανημμένην την λαμπάδα, απήλθε οίκαδε. Το κατ' εμέ, αφού επεσκέφθην δια βραχέων τον φιλόξενον χωρικόν κυρ-Γιάννην, μετέβην εις το μικρόν μαγαζίον του χωριού και απήλαυσα επί μακρόν χρόνον την ηδονήν της συνδιαλέξεως μετά των χωρικών, ανθρώπων με ανοικτήν καρδίαν.
Εις εκ αυτών είχε φέρει εκ της οικίας του σούπαν και βραστόν, τυρόν και αυγά κόκκινα, και εγεύθημεν ομού το πασχάλιον. Εν τω μεταξύ είχεν αρχίσει να γλυκοχαράζει και επειδή δεν ενύσταζον, εσκέφθην, ότι το καλλίτερον ήτο να περιμείνω την ανατολήν του ηλίου και την διάβασιν της αμαξοστοιχίας του σιδηρόδρομου Λαυρίου.
Παρήλθον δε ανεπαισθήτως αι ώραι εν τω μέσω της φαιδράς συνδιαλέξεως, του Χριστός Ανέστη, της συγκρούσεως των ποτηριών, της μαρμαρυγής του ρητινίτου και του εαρινού των στρουθίων κελαδήματος.
Μεταβαίνων εις τον σταθμόν, μίαν ώρα μετά την ανατολή του ηλίου, συνήντησα δύο ή τρεις ομίλους εορταζόντων, και οι οβελοί των αμνών περιστρέφοντο ήδη επί του πυρός...»
Εις των χωρικών, όστις εκτελεί χρέη επιτρόπου εν τω παρεκκλησίω, διένειμεν εις τους εξερχόμενους ωά κόκκινα, προσφωνών ενί εκάστω το Χριστός Ανέστη. Έλαβον το δοθέν μοι ωόν και εγκαρδίως ηυχήθην εις τον αγαθόν χωρικόν παν καταθύμιον.
Τότε έκαστος των χωρικών, φέρων ανημμένην την λαμπάδα, απήλθε οίκαδε. Το κατ' εμέ, αφού επεσκέφθην δια βραχέων τον φιλόξενον χωρικόν κυρ-Γιάννην, μετέβην εις το μικρόν μαγαζίον του χωριού και απήλαυσα επί μακρόν χρόνον την ηδονήν της συνδιαλέξεως μετά των χωρικών, ανθρώπων με ανοικτήν καρδίαν.
Εις εκ αυτών είχε φέρει εκ της οικίας του σούπαν και βραστόν, τυρόν και αυγά κόκκινα, και εγεύθημεν ομού το πασχάλιον. Εν τω μεταξύ είχεν αρχίσει να γλυκοχαράζει και επειδή δεν ενύσταζον, εσκέφθην, ότι το καλλίτερον ήτο να περιμείνω την ανατολήν του ηλίου και την διάβασιν της αμαξοστοιχίας του σιδηρόδρομου Λαυρίου.
Παρήλθον δε ανεπαισθήτως αι ώραι εν τω μέσω της φαιδράς συνδιαλέξεως, του Χριστός Ανέστη, της συγκρούσεως των ποτηριών, της μαρμαρυγής του ρητινίτου και του εαρινού των στρουθίων κελαδήματος.
Μεταβαίνων εις τον σταθμόν, μίαν ώρα μετά την ανατολή του ηλίου, συνήντησα δύο ή τρεις ομίλους εορταζόντων, και οι οβελοί των αμνών περιστρέφοντο ήδη επί του πυρός...»
Αλ. Παπαδιαμάντης: «Ο επιτάφιος και η ανάστασις, εις τα χωρία»