Τρίτη 13 Μαρτίου 2012

Πληρώνουμε πολλά γιατί δεν εφαρμόζεται η περιβαλλοντική νομοθεσία.

Η απουσία εφαρμογής της περιβαλλοντικής νομοθεσίας κοστίζει στην οικονομία της ΕΕ γύρω στα 50 δισεκατομμύρια € ετησίως σε δαπάνες για την υγεία και σε άμεσο κόστος για το περιβάλλον. Σε μια προσπάθεια να μειωθεί το ποσοστό αυτό και να βελτιωθούν τα περιβαλλοντικά αποτελέσματα για τον κόσμο και τις επιχειρήσεις, η Επιτροπή εξέδωσε σχετική ανακοίνωση.

Στόχος της ανακοίνωσης είναι η αναβάθμιση του διαλόγου με τις κυβερνήσεις και όλα τα άλλα ενδιαφερόμενα μέρη σχετικά με το πώς μπορούμε να συνεργαστούμε καλύτερα ώστε να επιτευχθεί πληρέστερη εφαρμογή της νομοθεσίας της ΕΕ.

Η ανακοίνωση υπογραμμίζει τα οφέλη της περιβαλλοντικής νομοθεσίας επισημαίνοντας ότι η πρόληψη των ζημιών στο περιβάλλον μπορεί να κοστίσει πολύ λιγότερο απ’ ό,τι η μακροπρόθεσμη αποκατάσταση. Παράλληλα η νομοθεσία για το περιβάλλον μπορεί να αποφέρει οφέλη για τη βιομηχανία: Για παράδειγμα η πλήρης εφαρμογή της νομοθεσίας για τα απόβλητα αναμένεται να δημιουργήσει 400.000 επιπλέον θέσεις εργασίας με καθαρό κόστος που είναι 72 δισεκατομμύρια € μικρότερο από το εναλλακτικό σενάριο της μη εφαρμογής.

Πιο συγκεκριμένα, στην ανακοίνωση σκιαγραφούνται μέτρα αρωγής των κρατών μελών για μια πλήρη και συστηματική προσέγγιση της συγκέντρωσης και διάχυσης των γνώσεων, συμπεριλαμβανομένων τρόπων για την ενθάρρυνση της ευαισθητοποίησης σε περιβαλλοντικά θέματα.

Στις προτάσεις για βελτιώσεις περιλαμβάνεται η αναβάθμιση των επιθεωρήσεων και της παρακολούθησης, κριτήρια για το πώς τα κράτη μέλη θα έπρεπε να αντιμετωπίσουν τις καταγγελίες των πολιτών, μεγαλύτερη πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα, καθώς και υποστήριξη για τα ευρωπαϊκά δίκτυα των επαγγελματιών του περιβάλλοντος.

Επισημαίνεται ότι σε περιπτώσεις όπου υπάρχουν προβλήματα, θα έπρεπε να υπάρχουν σαφέστερες δεσμεύσεις από τους υπεύθυνους για την εφαρμογή των κανόνων με στόχο την επίτευξη βελτιώσεων με συγκεκριμένες προθεσμίες και σημεία αναφοράς για τις επιδόσεις που μπορούν να αξιολογηθούν από το κοινό.

ΠΗΓΗ : http://www.nextdeal.gr


Τελευταία επικαιροποίηση: Δεκέμβριος 2011   
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
 Όπως προκύπτει από τα δεδομένα της φετινής έκθεσης, η σημερινή οικονομική κρίση αποτελεί απειλή για περαιτέρω επιδείνωση και της περιβαλλοντικής κρίσης, ειδικά στις περιπτώσεις που το περιβάλλον αντιμετωπίζεται ως πόρος προς εύκολη εκμετάλλευση και η σχετική νομοθεσία ως εμπόδιο που χρήζει κατάργησης. Θα μπορούσε όμως και θα έπρεπε σίγουρα να αποτελέσει ευκαιρία για ολική αναθεώρηση του θεσμικού πλαισίου και του διοικητικού συστήματος περιβαλλοντικής προστασίας, ως βάσης για μια ουσιαστικά βιώσιμη οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη.
Αν και πολλές εξελίξεις στο επίπεδο της περιβαλλοντικής νομοθεσίας ήταν θετικές και αποτελούν ένα ικανοποιητικό ξεκίνημα για το νέο Υπουργείο Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, εντούτοις όμως διαπιστώνεται σοβαρό έλλειμμα στο επίπεδο της περιβαλλοντικής ενσωμάτωσης και της ανάδειξης του περιβάλλοντος σε πυλώνα για μια πραγματικά βιώσιμη οικονομία και ανάπτυξη.
Την ίδια όμως στιγμή, στο επίπεδο της EE, οι πολιτικές που διαμορφώνονται από την Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο συνθέτουν ένα κοινό πλαίσιο που τοποθετεί ψηλά τον πήχη της περιβαλλοντικής προστασίας για τα κράτη μέλη. Με αφετηρία τις κοινοτικές πολιτικές για το περιβάλλον, η περιβαλλοντική νομοθεσία στην Ελλάδα έχει αισθητά βελτιωθεί, σε σχέση με (πολύ) παλαιότερες εποχές. Η ορθή όμως ενσωμάτωση των σχετικών οδηγιών και η αξιοποίησή τους ως ευκαιρίας για ουσιαστικό εκσυγχρονισμό του συστήματος περιβαλλοντικής διοίκησης και διαχείρισης παραμένει το μεγάλο ζητούμενο. Αν και τα σχετικά δεδομένα για το 2010 δεν έχουν ακόμα ανακοινωθεί, σύμφωνα με τη Eurostat, το 2009 η Ελλάδα παρέμενε σταθερά στην τελευταία θέση της ΕΕ-27, με ποσοστό ενσωμάτωσης του κοινοτικού περιβαλλοντικού δικαίου 97,7%.71 Το στοιχείο αυτό είναι μια μόνο από τις πολλές ενδείξεις ότι τουλάχιστον μέχρι το 2009 η Ελλάδα ακολουθούσε ασθμαίνοντας τις δεσμεύσεις της έναντι του κοινοτικού περιβαλλοντικού δικαίου και δεν έκανε καμία προσπάθεια αξιοποίησή ς του ως ευκαιρίας για ανάδειξη του περιβάλλοντος σε κεντρική πολιτική για την ποιότητα της ζωής, την προστασία του φυσικού πλούτου, την καινοτομία και την παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών ποιότητας.
Κατά το έτος αναφοράς (Ιούνιος 2010 - Μάιος 2011), δεν διαπιστώθηκε συντονισμένη προσπάθεια αξιοποίησης της περιβαλλοντικής προστασίας ως πυλώνα βιωσιμότητας, ενώ ο κύριος όγκος των θετικών για το περιβάλλον θεσμικών ενεργειών προήλθε από ενέργειες του ΥΠΕΚΑ. Περιβαλλοντικό όφελος προκύπτει επίσης και από την πολιτική για διαδικτυακή διαβούλευση επί όλων των σχεδίων νόμου και άλλων νομοθετικών πρωτοβουλιών, την υποχρεωτική ανάρτηση όλων των εκτελεστών διοικητικών αποφάσεων (μεταξύ των οποίων και οι αποφάσεις κατεδάφισης αυθαιρέτων) και τη δωρεάν πρόσβαση στα φύλλα εφημερίδας της Κυβέρνησης.
Επίσης από το ΥΠΕΚΑ, καταβλήθηκε αξιόλογη προσπάθεια κάλυψης σημαντικών κενών στη μεταφορά περιβαλλοντικού ενδιαφέροντος οδηγιών της EE στο εθνικό δίκαιο, ενώ εκκρεμεί η μεταφορά στο εθνικό δίκαιο και της σημαντικής οδηγίας για τη θέσπιση ποινών για περιβαλλοντικά εγκλήματα μέσω του ποινικού δικαίου, η οποία όμως αποτελεί αρμοδιότητα άλλου υπουργείου. Εντούτοις όμως, το περιβάλλον εξακολουθεί να συγκεντρώνει σημαντικό όγκο παραβάσεων της σχετικής νομοθεσίας.72Παράλληλα, άλλα υπουργεία και υπουργοί με αναπτυξιακό και οικονομικό αντικείμενο επέδειξαν πολύ σοβαρή άγνοια της περιβαλλοντικής νομοθεσίας και νομολογίας, αδιαφορία για την ανάγκη προστασίας σημαντικών περιοχών, ή ακόμα και ειρωνική αντιμετώπιση περιβαλλοντικά θετικών πρωτοβουλιών.
Θεωρητικά, η τυπική μεταφορά οδηγιών στο εθνικό δίκαιο είναι πρωτίστως θέμα του επισπεύδοντος υπουργείου και της πολιτικής ηγεσίας του. Πλέον όμως, ειδικά το περιβαλλοντικό δίκαιο έχει αναχθεί σε κατ' εξοχήν οριζόντια πολιτική που πρέπει να αποτελεί αντικείμενο διαρκούς διυπουργικής συνεννόησης και συμφωνίας, ώστε η ενσωμάτωση των σημαντικών περιβαλλοντικών πολιτικών της EE να είναι ολοκληρωμένη, αποτελεσματική και «προσγειωμένη» στην ελληνική πραγματικότητα. Μέχρι σήμερα, το ΥΠΕΚΑ καθώς και η Στρατηγική Επιτροπή Περιβαλλοντικής Πολιτικής, η οποία προβλέπεται από τον ν. 3889/2010, δεν έχουν καταφέρει να παίξουν αυτόν τον καθοριστικό στρατηγικό και συντονιστικό ρόλο για την ενσωμάτωση του περιβάλλοντος σε όλες τις πολιτικές. Αν λοιπόν κάποιο συμπέρασμα μπορεί να συναχθεί με αρκετή ασφάλεια κατά την περίοδο αναφοράς, αυτό είναι ότι ο απολύτως απαραίτητος διυπουργικός συντονισμός και η κυβερνητική σύμπνοια για την αποτελεσματική εφαρμογή της περιβαλλοντικής νομοθεσίας και τη χάραξη μιας συνεκτικής εθνικής περιβαλλοντικής πολιτικής εξακολουθεί να παρουσιάζει κρίσιμο έλλειμμα.
Σημαντικότερες θετικές εξελίξεις, ήταν η ψήφιση του πρώτου εθνικού νόμου για τη βιοποικιλότητα και η δημοσιοποίηση σχεδίου π.δ. για την προστασία των μικρών νησιωτικών υγροτόπων ως πρώτης πράξης εφαρμογής του νέου νόμου. Η σημασία αυτών των νομικών πρωτοβουλιών είναι άμεσα συνυφασμένη με τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, καθώς σε κατάσταση οικονομικής κρίσης εντείνονται οι πιέσεις για υποβάθμιση της προστασίας του περιβάλλοντος και του φυσικού χώρου, προς χάριν της οικοδομικής ανάπτυξης. Επίσης πολύ σημαντικές νομοθετικές πρωτοβουλίες αφορούν και τη διατύπωση σχεδίων διαταγμάτων για την προστασία και άλλων ευαίσθητων οικοσυστημάτων. Την ίδια όμως στιγμή, καταγράφεται ένα τεράστιο έλλειμμα διαχείρισης και φύλαξης στις υπάρχουσες προστατευόμενες περιοχές, ενώ οι περισσότεροι από τους 28 φορείς διαχείρισης λειτουργούν με τεράστια προβλήματα και ανεπαρκή έως μηδενική στελέχωση.
Στο μέτωπο της δασικής πολιτικής, η ανάρτηση των πρώτων δασικών χαρτών της χώρας είναι σίγουρα μια ιστορικής σημασίας εξέλιξη. Την ίδια όμως στιγμή, η δασική υπηρεσία αποδυναμώνεται και μαζί της συμπαρασύρει τις ανάγκες των δασών για οικολογική διαχείριση.
Πολλές και σημαντικές εξελίξεις αφορούσαν τον τομέα της ενέργειας. Ειδικά σε σχέση με την ανάπτυξη των ΑΠΕ και την ενεργειακή εξοικονόμηση, πεδίο επιχειρηματικής δραστηριοποίησης που αναδείχθηκε πολιτικά ως «σημαία» για την πράσινη ανάπτυξη, καταγράφηκε μεγάλος όγκος νομοθετικών πρωτοβουλιών, ενώ σημειώθηκε και αύξηση της παραγωγής ενέργειας από ΑΠΕ. Η σημαντικότερη φετινή εξέλιξη αφορά την εφαρμογή φωτοβολταϊκών σε κτίρια. Σε άλλα όμως πεδία, όπως η νομοθεσία για την ποιότητα της ατμόσφαιρας και του περιβαλλοντικού θορύβου, τα κατ' εξοχήν «αόρατα» περιβαλλοντικά προβλήματα, δεν καταγράφηκαν αξιοσημείωτες εξελίξεις.
Την ίδια όμως στιγμή, νομοθετικές πρωτοβουλίες αναπτυξιακού αντικειμένου γεννούν σοβαρές ανησυχίες για το περιβάλλον. Συγκεκριμένα, υπουργεία που διέπονται από μνημονιακές δεσμεύσεις για απλοποίηση αδειοδοτικών διαδικασιών, επιχείρησαν εκπτώσεις στις διαδικασίες περιβαλλοντικής αδειοδότησης, ενώ σε πολλές περιπτώσεις και δημόσιες πολιτικές τοποθετήσεις, εντός και εκτός Βουλής, η περιβαλλοντική νομοθεσία παρουσιάστηκε ως εμπόδιο για την ανάπτυξη. 

Τα βασικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα στον τομέα της προστασίας του περιβάλλοντος είναι θεσμικά και πηγάζουν από την προβληματική οργάνωση της περιβαλλοντικής δομής και υποδομής. Η ελλιπής στελέχωση και χρηματοδότηση των υπηρεσιών σχεδιασμού και άσκησης της περιβαλλοντικής πολιτικής οδηγούν στην προβληματική εφαρμογή των νομοθετικών διατάξεων. Επιπλέον, η απουσία εργαλείων, όπως οι δασικοί χάρτες και το κτηματολόγιο, αλλά και μέσων, όπως ο συντονισμός διεσπαρμένων υπηρεσιών και κατακερματισμένων αρμοδιοτήτων, δυσχεραίνουν τον σχεδιασμό και τη σωστή εφαρμογή μέτρων και παρεμβάσεων. Τέλος, οι αδύναμοι μηχανισμοί ελέγχου του περιβαλλοντικού εγκλήματος και επιβολής των απαραίτητων κυρώσεων δεν επαρκούν, εντείνοντας τη διάχυτη απαξίωση των δυνατοτήτων διορθωτικής παρέμβασης του κρατικού μηχανισμού. Με άλλα λόγια, τα προβλήματα αυτά είναι διαχρονικά, αλλά η δυσμενής οικονομική κατάσταση τα εντείνει.
Για να καταφέρει η Ελλάδα να αξιοποιήσει κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο τις δυνατότητες που της παρέχει το περιβαλλοντικό δίκαιο της EE για αποτελεσματική περιβαλλοντική προστασία, πρέπει χωρίς περαιτέρω κωλυσιεργίες να προχωρήσει στον σχεδιασμό ολοκληρωμένης περιβαλλοντικής πολιτικής και στρατηγικής. Είναι επίσης απαραίτητο να πραγματοποιηθεί ριζική αναδόμηση του συστήματος περιβαλλοντικής διακυβέρνησης, ώστε να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά οι σοβαρές παθογένειες της δημόσιας διοίκησης που τελικά υποβαθμίζουν τις δυνατότητες της χώρας για ουσιαστική εφαρμογή της περιβαλλοντικής νομοθεσίας. 
Η έκθεση δόθηκε στη δημοσιότητα στις 16 Ιουνίου 2011. 2011: 6η ανανέωση icon 900 KB Κύρια συντάκτρια ήταν η Θεοδότα Νάντσου (tnantsou@wwf.ar). Συντονίστρια Περιβαλλοντικής Πολιτικής του WWF Ελλάς.
Σημαντική επίσης ήταν η συνεισφορά των εξής συνεργατών της οργάνωσης (με αλφαβητική σειρά):
Νίκος Γεωργιάδης, (n.aeoraiadis@wwf.gr), Δασολόγος και επιστημονικός συνεργάτης
Γιώργος Παξιμάδης (α.paximaclis@wwf.Qr), Υπεύϋυνος ϋαλάσσιου περιβάλλοντος
Αχιλλέας Πληθάρας (a.plitharas@wwf.gr), Υπεύϋυνος εκστρατειών
Γιώργος Χασιώτης (g.ch a si ο tis @ wwf. gr), Υπεύϋυνος Νομικής Ομάδας
Ιόλη Χριστοπούλου, (l.christopoutou@wwf.gr), Υπεύϋυνη πολιτικής για το φυσικό περιβάλλον.

Αποσπάσματα από την έκθεση.

1.2. Περιβαλλοντική αδειοδότηση- επιθεωρήσεις

 Στο διάστημα που παρήλθε από την προηγούμενη ετήσια έκθεση, η διαδικασία περιβαλλοντικής αδειοδότησης ήρθε για πρώτη φορά τόσο έντονα στο προσκήνιο, κυρίως μέσα από έντονες αντιπαραθέσεις για τα δήθεν προσκόμματα που προκαλεί στην αναπτυξιακή πορεία της χώρας. Ιδιαίτερα ανησυχητική όμως ήταν και επιχείρηση «ψαλιδίσματος» αδειοδοτικών σταδίων με συγκεκριμένες νομικές παρεμβάσεις από διαφορετικούς υπουργούς. Στο στόχαστρο βρέθηκε κατά πρώτο λόγο ο γνωμοδοτικός και αδειοδοτικός ρόλος των σχετικών με το περιβάλλον υπηρεσιών, ειδικά μετά την άπρακτη παρέλευση συγκεκριμένης χρονικής προθεσμίας.
Σε μια λοιπόν κατά τα λεγόμενα προσπάθεια υπερπήδησης του προσκόμματος που προκαλεί η αδιαμφισβήτητη καθυστέρηση των σχετικών υπηρεσιών να γνωμοδοτήσουν και να εκδώσουν τις απαραίτητες άδειες, οι υπουργοί Επικρατείας και Περιφερειακής Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας θέσπισαν με διαφορετικές νομοθετικές πρωτοβουλίες τους τις λεγόμενες τεκμαιρόμενες εγκρίσεις2. Επί της ουσίας δηλαδή, μόλις εκπνεύσει η προθεσμία έκφρασης γνώμης ή έκδοσης προβλεπόμενης έγκρισης, η άποψη της συγκεκριμένης υπηρεσίας θεωρείται θετική και η άδεια εκδίδεται κατά τα στοιχεία του φακέλου του έργου.

Όμως, η πρακτική των σιωπηρών ή τεκμαιρόμενων αδειών παραχαράσσει τη γνώμη οργάνων που έχουν πραγματική γνώση του φυσικού αντικειμένου, όπως οι δασικές υπηρεσίες, ενώ αντίκειται καταφανώς στο περιβαλλοντικό δίκαιο της EE3.

Οι νομοθετικές πρωτοβουλίες διαφόρων υπουργείων στο πλαίσιο της αδειοδοτικής απλοποίησης συγκεκριμένων κατηγοριών έργων και δραστηριοτήτων αποτελούν πρόβλεψη του νόμου4 κύρωσης του Μνημονίου Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής και του «Μνημονίου Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής» (εφεξής «Μνημόνιο»), στου οποίου την τρίτη επικαιροποιημένη εκδοχή περιλαμβάνεται η δέσμευση ότι «η Κυβέρνηση εξασφαλίζει την επιτάχυνση της περιβαλλοντικής αδειοδότησης, δεσμεύοντας την αδειοδοτούσα αρχή στην υποχρεωτική έγκριση της αδειοδότησης μετά την πάροδο ενός καθορισμένου διαστήματος»5. Η ολοκλήρωση της συγκεκριμένης «υποχρέωσης» είχε ορίζοντα μέχρι το τέλος του πρώτου τριμήνου του 2011. Στο πλαίσιο της νέας σχετικής μνημονιακής δέσμευσης, η Υπουργός Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής παρουσίασε στο Υπουργικό Συμβούλιο της 21ης Δεκεμβρίου 2010 τις γενικές κατευθύνσεις σχεδίου νόμου για την απλοποίηση της διαδικασίας περιβαλλοντικής αδειοδότησης6, το οποίο όμως δεν έχει ακόμα δημοσιοποιηθεί.
Σύμφωνα με την πάγια θέση του WWF Ελλάς, η μόνη ασφάλεια στη διαδικασία περιβαλλοντικής αδειοδότησης μπορεί να προέλθει από την ταχεία ολοκλήρωση και θεσμική κατοχύρωση κρίσιμων εργαλείων όπως οι δασικοί χάρτες και το κτηματολόγιο. Η μονόπλευρη κατάργηση σταδίων περιβαλλοντικής αδειοδότησης που κάλυπταν το κενό γνώσης για τις χρήσεις και καλύψεις γης, το ιδιοκτησιακό καθεστώς και τον οικολογικό χαρακτήρα του φυσικού χώρου προφανώς συνεπάγεται απώλεια περιβαλλοντικού κεκτημένου και υποβάθμιση του ισχύοντος καθεστώτος περιβαλλοντικής προστασίας. Δεν εξασφαλίζει επίσης την απαραίτητη ασφάλεια δικαίου για τις αδειοδοτούμενες επενδύσεις, καθώς η προστασία του περιβάλλοντος και η υποχρέωση επαρκούς προεκτίμησης των επιπτώσεων στο φυσικό περιβάλλον από σχεδιαζόμενα έργα και δραστηριότητες αποτελεί συνταγματική επιταγή και σαφή νομολογιακή προσέγγιση από τις αρμόδιες δικαστικές αρχές. Είναι εξαιρετικά επισφαλής λοιπόν η οποιαδήποτε απόπειρα μονόπλευρης απομείωσης των δικλείδων διασφάλισης ενός ελάχιστου επιπέδου περιβαλλοντικής προστασίας, όσο προβληματική και αν ήταν η εφαρμογή των σχετικών διατάξεων, χωρίς να έχει προηγηθεί η ουσιαστική κάλυψη του κενού που προκαλείται. Ούτως ή άλλως όμως, είναι απαραίτητη η θέσπιση ενιαίας, συνεκτικής και άμεσα κατανοητής διαδικασίας περιβαλλοντικής αδειοδότησης και παρακολούθησης της εφαρμογής της και όχι η πολυδιάσπαση της διαδικασίας ανάλογα με το αντικείμενο του κάθε υπουργείου.
Στον τομέα των περιβαλλοντικών επιθεωρήσεων, σημαντική εξέλιξη ήταν η δια του άρθ. 6 του ν. 3818/2010 σύσταση στο ΥΠ Ε ΚΑ της Ειδικής Γραμματείας Επιθεώρησης, Περιβάλλοντος και Ενέργειας, στην οποία υπάγονται η Ειδική Υπηρεσία Επιθεωρητών Περιβάλλοντος (ΕΥΕΠ), το Αυτοτελές Συντονιστικό Γραφείο για την Πρόληψη και Αποκατάσταση των Περιβαλλοντικών Ζημιών (ΣΥΓΑΠΕΖ), η Επιτροπή Αντιμετώπισης Περιβαλλοντικών Ζημιών (ΕΑΠΕΖ) και η Ειδική Υπηρεσία Επιθεωρητών Ενέργειας (ΕΥΕΠΕΝ). Με το άρθ. 7 του ίδιου νόμου συστάθηκε στην ΕΥΕΠ Ειδική Υπηρεσία Κατεδαφίσεων. Αν και η ίδρυση υπηρεσίας για την κατεδάφιση αυθαιρέτων είναι από μόνη της μια σημαντική και ελπιδοφόρα εξέλιξη, εντούτοις όμως ο περιορισμός του αντικειμένου της στις περιοχές δικαιοδοσίας των Δασαρχείων Πεντέλης και Καπανδριτίου που καταστράφηκαν από τις πυρκαγιές του Αυγούστου 2009 απομειώνει την προφανή της αξία ως μόνου μέχρι στιγμής μηχανισμού ελέγχου της παράνομης δόμησης και της καταπάτησης δασικής γης.
Κατά την περίοδο αναφοράς, σημαντική ήταν η ελεγκτική δραστηριότητα της ΕΥΕΠ. Σύμφωνα με τον δημοσιοποιημένο στην ιστοσελίδα του ΥΠ Ε ΚΑ πίνακα των 234 περιβαλλοντικών επιθεωρήσεων που διενεργήθηκαν κατά το 2010, έλεγχοι έγιναν σε σημαντικές επιχειρήσεις και έργα του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, καθώς και σε φυσικούς βιοτόπους. Αν και τα αποτελέσματα των ελέγχων δεν είναι γνωστά για όλες τις υποθέσεις, πλην όσων δημοσιοποιούνται με σχετικές ανακοινώσεις, η λειτουργία της ΕΥΕΠ καλύπτει σε σημαντικό βαθμό το κενό που αφήνει η αδυναμία των περιφερειακών υπηρεσιών (πρώην νομαρχιών) να συστήσουν κλιμάκια ελέγχου για καταγγελόμενες παραβιάσεις της περιβαλλοντικής νομοθεσίας. Τα αποτελέσματα των ελέγχων δεν είναι διαδικτυακά διαθέσιμα.
Τέλος, σημαντική εκκρεμότητα μεταφοράς κοινοτικής οδηγίας στο εθνικό δίκαιο αφορά την οδηγία 2008/99/ΕΚ «σχετικά με την προστασία του περιβάλλοντος μέσω του ποινικού δικαίου», αρμοδιότητας Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Η προθεσμία ενσωμάτωσης έληξε τον Δεκέμβριο του 2010.
7. Απόβλητα
7.1. Στερεά απόβλητα
α) Χώροι ταφής: Οι σημαντικές νομοθετικές εξελίξεις της δημοσίευσης σε ΦΕΚ του νόμου «Τροποποίηση της νομοθεσίας για την εναλλακτική διαχείριση των συσκευασιών και άλλων προϊόντων και τον Εθνικό Οργανισμό Εναλλακτικής Διαχείρισης Συσκευασιών και Άλλων Προϊόντων (ΕΟΕΔΣΑΠ) και άλλες διατάξεις»29 και της ενσωμάτωσης στο εθνικό δίκαιο των οδηγιών 2006/66/ΕΚ και 2008/103/ΕΚ, επισκιάστηκαν από τις συγκρουσιακές αντιδράσεις κατοίκων και φορέων της τοπικής αυτοδιοίκησης στην κατασκευή συγκεκριμένων χώρων υγειονομικής ταφής.
Ειδικότερα στις περιπτώσεις της εκκίνησης των έργων κατασκευής του εγκεκριμένου χώρου υγειονομικής ταφής στην Κερατέα Αττικής και της διαδικασίας έγκρισης νέου χώρου υγειονομικής ταφής στη Ζάκυνθο, οι έντονες αντιδράσεις κατοίκων και φορέων ανέδειξαν τα σοβαρά προβλήματα που προκύπτουν από την έλλειψη κεντρικού και συνεκτικού χωροταξικού σχεδιασμού, τη διάσπαρτη δόμηση που εύλογα δυσχεραίνει τη χωροθέτηση απαραίτητων υποδομών περιβαλλοντικής διαχείρισης και βέβαια την επί δεκαετίες καθυστερημένη αντιμετώπιση του κρίσιμου ζητήματος της περιβαλλοντικά ασφαλούς διαχείρισης των στερεών αποβλήτων. Την ίδια στιγμή, η συνεχιζόμενη λειτουργία των ούτως ή άλλως παράνομων χώρων ανεξέλεγκτης διάθεσης απορριμμάτων (ΧΑΔΑ), δηλαδή των χωματερών, που αποτελούν διάσπαρτες ανοιχτές κοινωνικές και περιβαλλοντικές πληγές, έχει δικαίως κινητοποιήσει εδώ και αρκετά χρόνια τα αρμόδια όργανα της EE. Υπενθυμίζεται ότι με την εκπνοή του 2008, η χώρα μας θα έπρεπε να έχει κλείσει και αποκαταστήσει όλους τους ΧΑΔΑ (απόφαση ΔΕΚ της 6.10.2005, υπόθεση C-502/03). Η λειτουργία τους είναι παράνομη βάσει της κοινοτικής οδηγίας 75/442/ΕΟΚ30 και έπρεπε να έχει παύσει από το 1999, βάσει της οδηγίας 1999/31/ΕΚ31. Όπως αναφέρεται σε σχετική ανακοίνωση του ΥΠΕΚΑ32, στο διάστημα από τον Νοέμβριο του 2010 μέχρι τον Απρίλιο του 2011, έκλεισαν 141 αϊτό τους 249 ΧΑΔΑ που παρέμεναν σε λειτουργία (σε αρχικό σύνολο 3.036), για τους οποίους η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε εκκινήσει εκ νέου προδικαστική διαδικασία κατά της Ελλάδας για μη συμμόρφωση με προγενέστερη καταδικαστική απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Κοινότητας33. Αξιοσημείωτη εξέλιξη ήταν πως ο Ευρωπαίος Επίτροπος για το Περιβάλλον δήλωσε ικανοποιημένος από την πρόοδο στη διαδικασία απενεργοποίησης και αποκατάστασης των χωματερών και επισήμανε πως «εφόσον συνεχίζονται τέτοιοι ρυθμοί υλοποίησης, τα πρόστιμα για τους ΧΑΔΑ δεν θα επιβληθούν»34.
Βέβαια, τα χρονικά περιθώρια για την παύση λειτουργίας των ΧΑΔΑ έχουν ήδη προ πολλού εκπνεύσει και η υπόθεση βρίσκεται πλέον στην παράταση. Η πλήρης παύση λειτουργίας και η αποκατάσταση όλων ανεξαιρέτως των ΧΑΔΑ προϋποθέτει τη δημιουργία των κατάλληλων υποδομών διαχείρισης απορριμμάτων. Η καθυστέρηση εκκίνησης αυτών των έργων όμως εγείρει σοβαρές αμφισβητήσεις για την επίτευξη των στόχων της οδηγίας 99/31/ΕΚ «για την υγειονομική ταφή των αποβλήτων» σε σχέση με την εκτροπή του βιοαποδομήσιμου κλάσματος των απορριμμάτων από την ταφή και την αποφυγή του ούτως ή άλλως υπέρογκου χρηματικού προστίμου από την EE, λόγω της συνεχιζόμενης λειτουργίας τους. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει επανειλημμένως προειδοποιήσει την Ελληνική Κυβέρνηση για μη συμμόρφωση με την προαναφερόμενη απόφαση του ΔΕΕ (πρώην ΔΕΚ) και έχει καταστήσει σαφή την πρόθεσή της για πλήρη εφαρμογή της απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Υπουργείου Εσωτερικών, Αποκέντρωσης & Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης (Μάρτιος 2011) προκύπτει ότι επί του συνόλου των ΧΑΔΑ (3.036), το 96,4% (2.927 ΧΑΔΑ) έχει καταστεί ανενεργό, το 77,7% (2.358 ΧΑΔΑ) έχει αποκατασταθεί, ενώ σε λειτουργία παραμένει το 3,6% (109 ΧΑΔΑ). Η Ελληνική Κυβέρνηση έχει δεσμευτεί απέναντι της EE για την παύση λειτουργίας όλων των ΧΑΔΑ έως 30 Ιουνίου 2011 και την αποκατάσταση τους έως 30 Ιουνίου 2012.
Άλλη σημαντική εξέλιξη ήταν η τοποθέτηση σε δημόσια ηλεκτρονική διαβούλευση σχεδίου νόμου - πλαισίου για τα απόβλητα"55, μέσω του οποίου θα επιτευχθεί η ενσωμάτωση στο εθνικό δίκαιο της οδηγίας 2008/98/ΕΚ «για τα απόβλητα και την κατάργηση ορισμένων οδηγιών» (L 312/3 της 22.11.2008).
Επίσης πολύ σημαντική ήταν η δημοσίευση σε ΦΕΚ της κ.υ.α. 36259/1757/Ε103/2010 για τη διαχείριση των αποβλήτων από εκσκαφές, κατασκευές και κατεδαφίσεις (ΑΕΚΚ). Μέχρι και σήμερα, η ανεξέλεγκτη απόρριψη των περίπου 6,5 εκατ. τόνων μπάζων που παράγονται ετησίως οπουδήποτε στον φυσικό χώρο, αποτελεί τον κύριο τρόπο «διάθεσης» των ΑΕΚΚ με προφανείς και συχνά κρίσιμες περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Με την κ.υ.α., καθορίζονται εθνικοί στόχοι για την ανακύκλωση των ΑΕΚΚ, οι οποίοι φθάνουν το 70% μέχρι το 2020. Ως αρμόδια αρχή για την εφαρμογή της απόφασης ορίζεται ο Εθνικός Οργανισμός Εναλλακτικής Διαχείρισης Συσκευασιών και Άλλων Προϊόντων (ΕΟΕΔΣΑΠ).
Τέλος, με τον ν. 3854/2010 (ΦΕΚ Α' 94 / 23.06.2010), ενεργοποιείται ο Εθνικός Οργανισμός Εναλλακτικής Διαχείρισης Συσκευασιών και Άλλων Προϊόντων (ΕΟΕΔΣΑΠ), βελτιώνονται διάφορες ρυθμίσεις του ν. 2939/2001^6 για την εναλλακτική διαχείριση των αποβλήτων και εισάγεται η αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει» στη διαχείριση των αστικών απορριμμάτων. Ορίζεται επίσης ότι τα τέλη διάθεσης, που πληρώνουν οι ΟΤΑ για τη χρήση των υποδομών διαχείρισης απορριμμάτων (Σταθμοί Μεταφόρτωσης, Εγκαταστάσεις Επεξεργασίας, Χώροι Υγειονομικής Ταφής Απορριμμάτων/ Υπολειμμάτων κ.λπ.) συνδέονται με τις απορριπτόμενες ποσότητες, ώστε να υπάρξουν και ουσιαστικά οικονομικά κίνητρα στους ΟΤΑ για μείωση του όγκου και ανακύκλωση των απορριμμάτων.
7.2   Αστικά λύματα
Με δεδομένη την καταδικαστική για την Ελλάδα απόφαση του Οκτωβρίου 2007, με την οποία το ΔΕ Κ (πλέον ΔΕΕ) είχε αποφανθεί ότι η Ελλάδα παραβίασε την οδηγία 91/271/ΕΟΚ, διότι 23 οικισμοί σε ολόκληρη τη χώρα δεν διέθεταν τα αναγκαία δίκτυα αποχέτευσης και επεξεργασίας, κινήθηκε νέα διαδικασία παράβασης από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Ενόψει της συνεχιζόμενης παράβασης, η Επιτροπή απέστειλε τον Μάρτιο 2011 στην Ελλάδα νέα προειδοποιητική επιστολή. Η μη συμμόρφωση με την απόφαση αυτή εξακολουθεί, καθώς πέντε από τους εν λόγω οικισμούς εξακολουθούν να μη συμμορφώνονται με την οδηγία. Σε 2 οικισμούς (Λιτόχωρο Πιερίας και Λευκίμμη Κερκύρας), τα έργα κατασκευής έχουν ολοκληρωθεί. Σε πέντε όμως οικισμούς της Ανατολικής Αττικής (Μαρκόπουλο, Αρτέμιδα, Ραφήνα, Κορωπί και Νέα Μάκρη) τα έργα κατασκευής, τα οποία συγχρηματοδοτούνται από τον κοινοτικό προϋπολογισμό, δεν αναμένεται να ολοκληρωθούν πριν από το 2013.
Σημαντικό έλλειμμα εφαρμογής της οδηγίας 91/271/ΕΟΚ είναι και η καθυστέρηση της δημιουργίας συστήματος συλλογής και κατάλληλης επεξεργασίας των αστικών λυμάτων στην περιοχή του θριάσιου. Η EE απέστειλε προειδοποιητική επιστολή στην Ελλάδα τον Απρίλιο 2006 και αιτιολογημένη γνώμη τον Ιανουάριο του 2009 βάσει του άρθρου 228 της Συνθήκης ΕΚ, για μη συμμόρφωση με την απόφαση του ΔΕΚ (υπόθεση C-119/02). Η εγκατάσταση επεξεργασίας αστικών λύματων έχει αρχίσει να λειτουργεί από τις αρχές του 2011 και είναι πιθανό η υπόθεση αυτή να κλείσει σύντομα, θετική εξέλιξη είναι επίσης η θέσπιση μέτρων για την επαναχρησιμοποίηση επεξεργασμένων υγρών αποβλήτων, με στόχο την αξιοποίηση των επεξεργασμένων λυμάτων και την εξοικονόμηση υδάτινων πόρων.37
Αξιοσημείωτη εξέλιξη ήταν και η παραπομπή της Ελλάδας στο ΔΕΕ για την παράλειψή της να προστατεύσει τη Λίμνη Κορώνεια. Όπως αναφέρεται στη σχετική ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, «Η λίμνη Κορώνειας αποτελεί μέρος του δικτύου Natura 2000, ευρωπαϊκού δικτύου προστατευόμενων περιοχών φυσικού κάλλους. Εν προκειμένω η Ελλάδα παρέλειψε να εκπληρώσει υποχρεώσεις της όσον αφορά τη λίμνη, οι οποίες απορρέουν από διάφορες βασικές οδηγίες - τις οδηγίες για τα - ενδιαιτήματα και τα πτηνά, τη οδηγία για την, επεξεργασία αστικών λυμάτων, και τις απορρίψεις επικίνδυνων ουσιών στο νερό.»38 Η υπόθεση της Κορώνειας αφορά παραβάσεις πολλών οδηγιών, καθώς παρά τη μακρόχρονη και συνεχιζόμενη μείωση των υδατικών αποθεμάτων της λίμνης, δεν λήφθηκαν εγκαίρως τα απαραίτητα μέτρα για την αποτροπή της περιβαλλοντικής της υποβάθμισης, ενώ η όποια πρόοδος κρίνεται ως απαράδεκτα αργή (περισσότερα στο κεφ. 8.1 της έκθεσης).
7.3   Τοξικά και επικίνδυνα απόβλητα
Η τελική συμμόρφωση της Ελλάδας με την καταδικαστική απόφαση του ΔΕΕ για παραβίαση βασικών απαιτήσεων της κοινοτικής νομοθεσίας για τα απόβλητα39 (υπόθεση C-286/08, 30.6.2008) ακόμα εκκρεμεί. Σύμφωνα με την προσφυγή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η Ελλάδα, «μη έχοντας καταρτίσει και θεσπίσει εντός εύλογης προθεσμίας σχέδιο διαχείρισης των επικίνδυνων αποβλήτων, το οποίο να είναι σύμφωνο με τις απαιτήσεις της σχετικής κοινοτικής νομοθεσίας και μη έχοντας δημιουργήσει ενιαίο και κατάλΛηλο δίκτυο εγκαταστάσεων διάθεσης των επικίνδυνων αποβλήτων, στο πλαίσιο του οποίου να εφαρμόζονται οι πλέον κατάλληλες μέθοδοι για την εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας του περιβάλλοντος και της δημόσιας υγείας, καθώς και μη έχοντας λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσει, όσον αφορά τη διαχείριση των επικίνδυνων αποβλήτων, την τήρηση των άρθρων 4 και 8 της οδηγίας 2006/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ηςΑπριλίου 2006, περί των στερεών αποβλήτων, καϋώς και των άρϋρων 3, §1, §6 έως §9, §13 και §14 της οδηγίας 1999/31/ΕΚ του Συμβουλίου, της 26ης Απριλίου 1999, περί υγειονομικής ταφής των αποβλήτων, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει, πρώτον, από τα άρϋρα 1, §2, και §6 της οδηγίας 91/689, σε συνδυασμό με τα άρϋρα 5, §1 και §2, καϋώς και 7, §1, της οδηγίας 2006/12, δεύτερον, από το άρϋρο 1, §2, της οδηγίας 91/689, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρϋρων 4 και 8 της οδηγίας 2006/12, καϋώς και, τρίτον, από τα άρϋρα 3, §1, §6 έως §9, §13 και §14 της οδηγίας 1999/31». Στην προσφυγή της η Επιτροπή χαρακτηριστικά σημειώνει ότι η Ελλάδα «δεν έχει καταρτίσει και εγκρίνει κατάλληλο σχέδιο για τη διαχείριση των επικίνδυνων αποβλήτων και ανέχεται την ανεξέλεγκτη διάϋεση των περισσοτέρων από τα παραγόμενα απόβλητα παραβιάζοντας βασικές απαιτήσεις της σχετικής κοινοτικής οδηγίας».
Στο επίκεντρο της παράβασης της σχετικής με τα επικίνδυνα απόβλητα κοινοτικής νομοθεσίας βρίσκεται η κατάχρηση από τις ελληνικές βιομηχανίες της πρόβλεψης της οδηγίας για προσωρινή αποθήκευση. Σύμφωνα με τον «Εθνικό Σχεδιασμό Διαχείρισης Επικίνδυνων Αποβλήτων»40, οι παραγόμενες ποσότητες επικίνδυνων αποβλήτων στην Ελλάδα υπολογίζονται στους 330.000 τόνους ετησίως (σύμφωνα πάντα με όσα δηλώνουν στο υπουργείο οι βιομηχανίες). Πρόκειται κυρίως για έλαια και υγρά καύσιμα, παράγωγα της βιομηχανίας σιδήρου και χάλυβα, μπαταρίες, συσσωρευτές και χημικά, ενώ ένα μεγάλο ποσοστό αποτελούν τα νοσοκομειακά απόβλητα. Μόνο 127.000 τόνοι, δηλαδή το 38%, υπόκεινται σε επεξεργασία ή αξιοποίηση, ενώ 1.550 τόνοι αποστέλλονται στο εξωτερικό για επεξεργασία (περίπου το 0,5%). Οι υπόλοιπες ποσότητες υποβάλλονται σε εργασίες διάθεσης, το οποίο μάλλον σημαίνει ότι αποθηκεύονται «προσωρινά», συχνά για δεκαετίες, ενώ μεγάλες ποσότητες θάβονται σε κοινούς ΧΥΤΑ. Σύμφωνα με τη «Λίστα λειτουργούντων χώρων υγειονομικής ταφής επικίνδυνων αποβλήτων (ΧΥΤΕΑ) που δημοσιοποίησε το ΥΠΕΚΑ41, το 2009 λειτουργούσαν μόνο δυο τέτοιοι χώροι: ο ΧΥΤΕΑ της ΔΕΗ στην Καρδιά και ο ΧΥΤΕΑ της «Αλουμίνιον της Ελλάδος» στον Άγιο Νικόλαο Βοιωτίας.
Η προσφυγή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατά της Ελλάδας στο ΔΕΕ για μη ενσωμάτωση οδηγίας 2006/117/Ευρατόμ42 «σχετικά με την επιτήρηση και τον έλεγχο των αποστολών ραδιενεργών αποβλήτων και αναλωμένου πυρηνικού καυσίμου» έκλεισε με τη δημοσίευση του σχετικού π.δ. 83/10 (ΦΕΚ 147 Α703.09.2010). Υπενθυμίζεται πως επισπεύδων φορέας για τη διαχείριση των ραδιενεργών αποβλήτων είναι το Υπουργείο Παιδείας, στο οποίο υπάγεται η Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας.